Δές και κόβω τις φλέβες μου.
Η λέξη γράφεται στα γερμανικά Jägermeister (κυνηγός), και προφέρεται κάτι σάν γιέγκαμάιστα. Και οι γερμανοί λέν γιέγκα (όχι γκ στην αρχή!) όταν αναφέρονται στο συγκεκριμένο ποτό.
Αλλα εντάξει, να πείς «γιέγκα» για αυτό που στην ελλάδα λέμε «γιαγκερμάιστερ», πάει κι' έρχεται, καθότι γερμανική η λέξη. Εδώ μου εκμυστηρευόταν φίλος ο οποίος ζούσε για χρόνια στη γερμανία και φοβόταν οτι είχε παραεκγερμανιστεί οτι βρέθηκε σε μπάρ στην Αθήνα και ζήτησε «ένα χαβάνα κλούπ, παρακαλώ».
Προτείνω, σοβαρά ομως, πλάι στις άλλες, να φτιαχτεί και μιά κατηγορία ονόματι «ομφαλοσκοπικά», για τους αυτοαναφορικούς μας ορισμούς.
Αν μή τι άλλο, για να την ψυλλιάζεται ο άσχετος. Δέν είναι και πολύ ωραίο να μένεις έξω απο εσωτερικά αστεία χωρίς να το ξές.
Αλλα φυσικά, και για άλλους, προφανείς λιγο πολύ λόγους.
Βλέπε και μπουχεσολεβιές.
Είναι θέμα προσωπικού μου κύκλου, ή ποτέ δεν λέμε βρόμικο προς Θεσσαλονίκη μεριά; Και μή πεί κανείς οτι είναι επειδή τα γυράδικα στη Σαλονίκη είναι καθαρά...
Ο όρος είναι γαμάτος, εννοείται. Τον έμαθα σχετικά πρόσφατα, απο αθηνέζους, που γνώρισα μάλιστα στο εξωτερικό!... Τί μυστήρια πράματα.
Ά ρε κύριε σαράντ, πολύ με συγκίνησες με το υστερόγραφό σου στα ντράβαλα και την τραβάγια. Ο πατέρας μου ακόμη λέει τραμβαγιάτικα εννοώντας «ναύλα». Το τραμβάι και τον τραμβαγιέρη τα είχα ακούσει ήδη, κι' αυτά απο τον πατέρα, αλλα ποτέ δεν έκανα την σύνδεση. Τα παρετυμολογούσα απο το τραβάω.
Ενδιαφέρον βρήκα επίσης, οτι το τραμβάι και το κομβόι (απ' την αρχή τα είχα συνδέσει ηχητικά), έχουν απ' ότι είδα κοινή ρίζα ως προς το βήτα συνθετικό (που δέν είναι άλλο απο το λατινικό via).
Το λέν και νταουνλοντιέρα (θηλυκό).
Χμμ... Βιάστηκα, καρακιτσαριό και γυφτοκυριλές δέν είναι πάντα συνώνυμα, γράψτε λάθος.
Δές και καρακιτσαριό.
Ως χαρακτηρισμός προσώπου, συνώνυμο του γυφτοκυριλέ. Βλέπε και σούργελο.
Στον Λούκι Λούκ παίζει και το απίστευτο «ΠΑΝ!... ΠΑΝ!...» για πυροβολισμούς, τί λέμε τώρα... Λούκι ρε και τα μυαλά στα κάγκελα.
Με την ευκαιρία, εδώ και τώρα, άς ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας, όλοι όμως. Άς βάλουμε το χέρι στην καρδιά, κι' άς δηλώσουμε με θάρρος: Λούκι Λούκ ή Αστερίξ;
(Γιατι όπως είναι φυσικό, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες σλανγκιστών.)
Ωραίος... Πρόκειται δηλαδή για μία παραλλαγή της σούβλας.
Δίκιο έχεις φυσικά. Όντως η λέξη έχει διευρυνθεί σημασιολογικά τα τελευταία χρόνια, παρόλο που οι φιλόλογοι (και μερικοί μερικοί γ α λ λ ο μ α θ ε ί ς , ονόματα δε λέμε) επιμένουν να το χαρακτηρίζουν «λάθος».
ο ποιός;...
Ο Τριανταφυλλίδης ας πούμε λέει για το σοβινισμός:
άκρατος εθνικισμός, υπερβολική μέχρι φανατισμού προσήλωση στην ιδέα της πατρίδας, που συνοδεύεται από μίσος και περιφρόνηση για τους άλλους λαούς και που συχνά εκδηλώνεται με επιθετικότητα εναντίον τους
Συμφωνώ με εϊσιτζή. Γέννημα-θρέμμα σαλονικιός, ποτέ δεν χρησιμοποίησα ούτε και άκουσα να λένε χαμουτζή κάποιον μή αθηναίο απ' όσο θυμάμαι.
Βράστα, η προδέρμ βγάζει και τάλκ όμως, έτσι; Πρόσεχε μήν την πατήσεις.
Το έλεορ το έχω ακούσει πολλές φορές να λέγεται, ενώ πρώτη φορά γραμμένο το έχω δεί εδώ.
Για την προέλευσή του, θά 'λεγα οτι προέρχεται απο τη φράση έλεος ρε, με αποβολή του σίγμα και πρόσληψη του ρό. Επιπλέον, επειδή φέρνει αρκετά σε όνομα ήρωα σε κόσμο μεσαιωνικής φαντασίας (τύπου Τόλκιν), ένας λόγος παραπάνω να κόλλησε να λέγεται αντί του έλεος (σημασιολογικά μιλώντας).
Τί κάνετε ρε καμμένοι, να πάρ' η ευχή να πάρει... :-D
«Κοιμάται με όλους» σημαίνει «τά 'χει καλά με όλους» στ' αγγλικά;... Ενδιαφέρον.
Το οποίο σχόλιο του/της παπατζένο μου θυμίζει ευθύς την γνωστή ατάκα του Γκουζγκούνη, απαντώντας στη σύντροφο που τον βλέπει ν' απλώνει τη μαλαπέρδα στο καλοριφέρ πρωινιάτικα και απορεί: «Μα τί κάνεις εκεί;» «Σου ζεσταίνω το πρωινό σου...»
Τί κάνουν οι γκουζγκούνηδες τ' αποβδόμαδα;...
Δές και κηδεία.