Μιά και το γράφει κι' ο Γκάτζ, εμένα μου φαίνεται πιθανότερο και σημασιολογικά ευσταθέστερο, άν, όπως κατάλαβα, υπάρχει συγγένεια με το κουτοπόνηρος να ετυμολογείται απο το ξεφτέρι η λέξη, και όχι απο το φτερό.
Γιατί άντε να δικαιολογήσεις κι' αυτό το ξί εκειπέρα, το οποίο δέν συναντάται πουθενά αλλού ως απλή, συμπληρωματική συλλαβή απ' όσο έχω υπόψη. Στην τελική, και το **λιμόφτερος* μιά χαρά ρυθμό θα είχε.
Πάντως δέν την έχω ακούσει ποτέ τη λέξη. Άν και ακούγεται παλαιάς κοπής, οι δικοί μου δέν τη λένε... :-(
Παράβαλλε και ξεκούδουνα.
Βλέπε και στο ξεκαύλωτο
Ένα εχω να πώ: η πουτανέσκα είναι και γαμώ τις μακαρονάδες.
Βλέπε και αντισέξ.
Ο φιδές ασφαλώς και παίζει, αλλα συστήνεται κυρίως σε περιόδους ίωσης. Απο πολλούς βέβαια το βυζάκι απο μόνο του κρίνεται αρκούντως ιαματικό, με αποτέλεσμα ο φιδές να τείνει να μήν συμπεριλαμβάνεται κάν στη θεραπευτική αγωγή.
Κατα τ' άλλα, οι επιφανείς επιστήμονες καθώς και οι ευαίσθητες σε λεπτομερειακές περιγραφές άς συγχωρούν το χαμηλό επίπεδο μερικών-μερικών εδωμέσα, και άς παραβάλουν το αντισέξ με το ντεκαυλέ.
ΥΓ: Για το μέγεθος συμφωνώ, είναι οπωσδήποτε θέμα αισθητικής:
- Ρε Φούλη, τσίμπησες λέει γκόμενα προχθές Άπειρα Μόρια;
- Ε εννοείται ρε 'σύ.
- Καλά. Και την κατάφερες;
- Όχι που δέν...
- Λέγε ρε ψωλοπερήφανε, τί νούμερο το μακαρόνι;
- Φιλαράκι, σε μιλάω, κ α ν ε λ ό ν ι και βάλε...
- Όχου ρε Φούλη!... Εσύ κι' ο Έντικα να πούμε.
Καλά ο βερμουδιάρης (μ' άρεσε που απόρησε η δικιά σου... σιγανοπαπαδιά, έ σιγανοπαπαδιά :Ρ). Τη μακαρονάδα όμως ρε 'σύ ιρονίκ, γιατί την αφορίζεις έτσι;... Έχεις ρουφήξει ποτέ μακαρόνι πάνω σε βυζάκι να δείς τη γλύκα;
Δές και Πάπυρος Μαρούς.
Όπως διάβασα πρόσφατα και στην εφημερίδα, υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες την αποκλειστική φωτό των κεντρικών του σλάνγκ τζι άρ, τράβηξε σε ανύποπτο χρόνο ανώτατο στέλεχος του ιστοχώρου, το οποίο μάλιστα εμπλέκεται και σε υπόθεση διπλού λογαριασμού... Η εξακρίβωση της ταυτότητας/των ταυτοτήτων του παραμένει ακόμη μυστήριο, καθώς ίχνη του έχουν να εμφανιστούν εδώ και μήνες.
Βλέπε ακόμη τηλεκουμάντο και τελεκοντάρ.
Μπράβο ρε εϊσιτζί, ωραίος. Να συμπληρώσω οτι λέμε και ζαρτάρω, το οποίο συνεπώς στηρίζει και στιγμιαίες, μή εξακολουθητικές σημασίες:
Τού 'πα να πάμε για καφέ αλλα με ζάρταρε ο μαλάκας. Άν με ξαναζαρτάρει σιγά μη τον πάρω τηλέφωνο κι' εγώ ξανά.
Τί να σου πώ ρε γκιζάχα, τί να σου πώ; Έχε χάρη που δέν εισαι γιός μου. Γιατι αν ήσουν κακομοίρη μου!...
Χμμ. Όκ κέικ, αφού το λέτε ή το έχετε ακούσει... Μου φαίνεται ακόμα περίεργο πάντως. Θα το ψάξω άμα το θυμηθώ και επανέρχομαι. Ά να το θυμηθώ...
Τί έκανες ρε άτομο;... Όχ οχ όοοχ... Έχουμε ξεφύγει, πάει. Αξίζεις γρηγορόσημο τζαμπέ, γιατί 'σαι αγόρι μου για φίλημα, κανονικά.
Θα έλεγα πως η συγκεκριμένη φυλλάδα πήρε τ' όνομά της απο την έκφραση μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο:
για λόγια ή πράξεις που αντιμετωπίζουν αντικρουόμενες απόψεις με την ίδια έντονη κριτική διάθεση, κρατώντας θεωρητικά ίσες αποστάσεις και από τις δύο (Τριανταφυλλίδης).
Αποκεί και πέρα όμως, δέν έχει και άδικο ο Γκάτζμαν. Η ατάκα της διαφήμισης ήταν τόσο κολλητική ωστε να τη χρησιμοποιεί αρκετός κόσμος, με την έννοια μάλιστα που ορίζει ο Γκάτζ (η οποία διαφέρει αρκετά απο την έννοια του μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο).
«Άμα γειά σου» ή «ά να γειά σου»;... Πρώτη φορά το ακούω με το άμα. Λές και «άμα μπράβο» δηλαδή;
Μπράβο ρε Εβιτούλα, έλειπε (μα να λείπουν τέτοια κλασικά; μήπως να οργανωθούμε λιγάκι; μήπως χρειαζόμαστε ένα φόρουμ; μα πού έχει χαθεί ο νάμπερ ουάν;!...).
Να σημειώσω μόνο οτι γράφεται και με γιώτα η λέξη, γαμιστερός, μιά και σχηματίζεται κατα τα ρήματα σε -ίζω (έτσι το γράφει και ο Τριανταφυλλίδης φερειπείν).
Εμείς πάλι το λέγαμε απλά καραφλομαλλιάς.
Απίστευτος!... Πολύ καλό.
Το «τοπικοί ιδιωματισμοί» είναι όλα τα λεφτά. Τα σέβη μου λέμε...
Σωστός! (Ή σωστή;...) Με πρόλαβες. Δέν θά 'λεγα πάντως οτι ανήκει τόσο στα σεξουαλικά, όσο στα της εμφάνισης.
Και γαμώ τους ορισμούς;!... Χαλικούτης, θεός, τέλος.
Το δέ εξωλέμβιος είναι γαμάτο. Θ' άξιζε το δικό του λήμμα.
Θά 'θελα να πώ κι' άλλα εδώ, αλλα δέν έχω. Μόνο οτι πρέπει να χτενιστεί λίγο ο ορισμός τυπογραφικά. Με τα παχιά τά 'κανε λίγο μαντάρα ο συνάδελφος, και η παραγραφοποίηση δέν είναι στα καλύτερά της.
Το σημαντικό στο νόημα της έκφρασης είναι οτι καλείσαι να διεκπεραιώσεις μία δύσκολη αποστολή, όπως ωραία λέει ο κρεπσίνις, την οποία όμως θα έπρεπε να αναλάβει άλλος (ή τουλάχιστον έτσι φρονείς εσύ). Αυτό φαίνεται ήδη στο παράδειγμα που δίνει ο κρεπσίνις.
Την ίδια ακριβώς έννοια έχει και η συνώνυμη έκφραση που δίνει ο ιρονίκ.
Αγαπητή ΜΑΡΙΑ.
Δέν αφήνεις ονοματεπώνυμο και στοιχεία στα γραφεία του ιστοχώρου; Καταπροτίμηση και στοιχεία του αδερφού σου --θα χρειαστεί ως μάρτυρας. Παίζουν βραβεία για κάτι τέτοιες λεξιπλασίες.
Σοβαρά όμως, απο τα πιό συχνά φαινόμενα στην ανθρώπινη ιστορία είναι να έχουν δύο ή παραπάνω άσχετοι την ίδια ιδέα ανεξάρτητα. Το φαινόμενο είναι δικαιολογημένα ακόμη πιό συχνό όταν πρόκειται για «πετυχημένες», φυσιολογικές ιδέες, όπως στην περίπτωση του καληνυχτάκιας. Δέν θα παραξενευόμουν λοιπόν καθόλου αν έβγαινε άλλη μία Μαρία ή ένας Μάριος, και διεκδικούσε την πατρότητα της λέξης, ανάγοντάς την στο ογδόνταένα ξερωγώ.
Δέν λέω οτι δέν πιστεύω οτι σκαρφίστηκες τη λέξη επιτόπου, αλλα λέω οτι εντάξει, χαλάρωσε: όπως εσύ, πιθανά και άλλοι πόσοι άνθρωποι που σκέφτονται παρόμοια μ' εσένα μπορεί να την σκαρφίστηκαν χωρίς να την έχουν ξανακούσει. Ας είμαστε λίγο προσεχτικοί με διεκδικήσεις πατρότητας λέξεων.
Φιλικά.
Επίσης, δείτε και το λήμμα του Τριανταφυλλίδη για το αγλέουρας (αντιγράφω):
αγλέουρας ο [aγléuras] O5 : είδος δηλητηριώδους φυτού. ΦP τρώω τον αγλέουρα, πάρα πολύ· ΣYN ΦP τρώω τον περίδρομο· (πρβ. αβλέμονας). που να βγάλεις τον αγλέουρα!, σκάσε. [αρχ. ἑλλέβορος > **ελέβουρος* ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > **αλέβουρος* (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > **αλέουρος* (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ];)]
Σύμφωνα μ' αυτήν την ετυμολόγηση, υποθέτω είναι «σωστότερο» να γράφουμε όντως αγλέορας και όχι αγλέωρας. Χμμ...
Το θυμήθηκα! Νομίζω δηλαδή... Στον Τάκη λοιπόν αξέχαστη μορφή ο πολλά βαρύς ιδιοκτήτης του ηλεκτρονικάδικου της σχολικής γειτονιάς (4ο και 5ο Καλαμαριάς, στη Θεσσαλονίκη), ο οποίος, έτσι απλά, πρέπει να μισούσε τα παιδιά ρε παιδί μου τέλοσπάντων, στον Τάκη, το σύρμα που έχωνες στην κερματοσχισμή για να ρίξεις κάμποσα κρέντιτ τζαμπαντάν, το έλεγαν μεγκλέρι. Ίσως απο το μπεγλέρι.
Ίσως όμως να θυμάμαι και λάθος. Παρατηρήσεις;...
Σωστός. Δέν πρόκειται πάντως για μεμονωμένο φαινόμενο. Είναι ειδική περίπτωση του να χρησιμοποιείται η ονομαστική ως κλητική (και όχι μόνο στο στρατό!), όπως δείχνει και ο χαλικούτης επάνω.
Ενδιαφέρον είναι οτι το φαινόμενο το έχει παρατηρήσει και συμπεριλάβει στη νέα γραμματική που έκανε ο τέως με τον Κλαίρη.
Τα ταπεινά μου σέβη.
Άλλα στανταράκια που τα ξέρουν σχεδόν όλοι με τ' όνομά τους: Ότομν Λίβς, Σάμερταιμ, Τέικ μι του δε μούν.