Και τί «φιλικά»; Εννοείται φιλικά. Εγώ μόνο φίλους έχω, τους εχθρούς τους σκοτώνω.
Και για τις εκφράσεις το ίδιο δεν θά 'πρεπε να ισχύει;... Γιατι δέ μιλάμε για εντελώς άκαμπτες, παροιμιακές φράσεις τύπου ας πούμε «τό 'παμε του σκύλου μας κι' εκείνος την ουρά του», αλλα για ρηματικές φράσεις όπως αυτήν εδώ τουλάχιστον.
Στο μεταξύ, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που συμβαίνει συχνά είναι τέτοιες ρηματικές φράσεις να λέγονται αρχικά αποκλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και κατόπιν να γενικεύονται (έχω την αίσθηση πιχί οτι πολλά απο κειπέρα εξελίχθηκαν έτσι). Χμ. Ωραίο θέμα ρε να πάρει.
Αλήθεια, τό 'χει κανείς να μας πεί τίποτα επαυτού; Μήν ανακαλύπτουμε πάλι τον τροχό...
Άσχετο: καλά, τί άτομο κι' αυτός ο Μακφέριν...
Πάς να μου φάς τη μαθήτρια ρε;... Αφού κιθάρα γουστάρει το κορίτσι, δέ γουστάρει θεωρίες.
Ντάξει, το πώς θα τις καταγράφουμε είναι γραφειοκρατία, και θα συζητηθεί οπωσδήποτε στην επόμενη τακτική συνέλευση του Συντονισμού!(...) Είναι πάντως λογικό, λέω, άπαξ και έχει εδραιωθεί αρκετά η γενικευμένη χρήση, να καταγράφεται στην κανονική, λεξικογραφικά μιλώντας, μορφή, όχι στην πιό συνηθισμένη απαραίτητα (σκεφτείτε οτι το μαλάκα, στην κλητική δηλαδή, παίζει και νά 'ναι πιό συνηθισμένη μορφή στη χρήση απο την ονομαστική μαλάκας, αλλα δέν θα σκεφτόμασταν να το καταγράψουμε στην κλητική και κατόπιν συμπληρωματικά ν' αναφέρουμε οτι χρησιμοποιείται και στην ονομαστική).
Τέλος πάντων, το θεματάκι που εννοούσα είναι οτι αυτό το πράμα, οτι ξεκινάει μια φράση κάπως μόνο, και μετά γενικεύεται συντακτικά, συμβαίνει. Δέν το είχα πάρει χαμπάρι ως τώρα και χάρηκα... (ντάξει, θα μου περάσει)
Και το «να», όντως, μπαίνει εκεί απο πίσω πολύ περίεργα, πολύ καίρια γλωσσολογική παρατήρησις...
Σαλίνα, δύο νότες λές οτι σχηματίζουν «διάστημα δευτέρας» όταν, στην κιθάρα, απέχουν ένα ή δύο τάστα αν τις παίξεις σε μία χορδή. Ένα κλάστερ έχει τρείς νότες· η δεύτερη απέχει απ' την πρώτη μία δευτέρα και η τρίτη απέχει απ' τη δεύτερη νότα πάλι μιά δευτέρα.
Τα κλάστερ σά να λέμε είναι πολύ «πυκνές» συγχορδίες, πήχτρα στο διακρότημα. Τυπικό παράδειγμα είναι σε θριλεριές ν' ακούσεις κλάστερ απο δύο μικρές δευτέρες όταν σκάει το τέρας ξερωγώ. Όποτε έχεις εύχαιρη κιθάρα παίξε πιχί
0
6
8
x
x
x
(η πάνω χορδή η ψιλή μί, όπως τα γράφει πιο πάνω ο Βράστας).
Για Στρατηγάκη θυμάμαι οτι ξεκινούσες με «έι» και «μπί τζούνιορ»...
(κατα τ' άλλα, σάν κάτι να μύρισε;...)
Α ναί ρε, σωστά. Ε νά, ο ορισμός της ιρονίκ ειναι εκεί που πρέπει, νομίζω, κι' ας μήν έχει στάτους διατριβής, που απ' ότι βλέπω υπαινίσσεται το πρώτο μου σχόλιο...
Όταν βασικά με το καλό περάσει η Κρίση και φτιάξουμε το νέο σάιτ, το θέμα θα ήταν ότι πρέπει για ένα καλό αρθράκι, και όχι για (λεξικογραφικό) λήμμα.
Ναί ρε, σόρι. Μουσικός όρος είναι (και δέν θυμάμ' αυτήν τη στιγμή αν υπάρχει απόδοση στα ελληνικά) για μία συγχορδία που σχηματίζεται απο διαστήματα δευτέρας (μικρής ή και μεγάλης). Υπάρχει κι' αυτό το άρθρο στη Γουικιπίντια.
(Στο σχόλιό μου επάνω αυτό δέν είναι κλάστερ, απλή συνήχηση είναι, μή κοιτάς που λέω παπαριές για να κωλώσω τη μικρή...)
Ωραίος. Κατα τη γνώμη μου όμως αξίζει λήμμα στην κανονική μορφή, δηλαδή του τό 'χω (όχι απλά λέγεται, αλλα υπάρχουν και τέτοιες γκουγκλιές, όπως λές).
Αλλα είν' ενδιαφέρον πολύ, βρίσκω, οτι δέν είναι μία και δύο οι εκφράσεις στην αργκό που ξεκίνησαν απο μία μόνο συντακτική μορφή και αργότερα εδραιώθηκαν τόσο ωστε να αποκτήσουν πλήρη συντακτική λειτουργικότητα. Είναι θεματάκι αυτό, και δέν έχω πρόχειρα παραδείγματα στο νού να πάρει, πάντως δέν είν' η πρώτη φορά που ανακύπτει το ζήτημα στο σάιτ.
Ά! το δεν παίζομαι θά 'λεγα οτι είν' ενα τέτοιο παράδειγμα (ίσως όμως όχι πολύ χαρακτηριστικό), που πού και πού θα τ' ακούσεις και στην καταφατική μορφή του: «Με τη Μούλη και τον Τούλη;!... όχι ρε μάνα μου, έλεος, δέν τους αντέχω να πούμε -τη Μούλη δηλαδή, ο Τούλης εντάξει, παίζεται» --μάλιστα, μ' αυτήν την έννοια μπορεί ν' ακουστεί και στην ενεργητική μορφή «τον Τούλη εντάξει, τον παίζω», αλλα δέν θά 'λεγα οτι είναι και εδραιωμένο, εξαρτάται πάρα πολύ απ' τα συφραζόμενα.
Ένα φαινόμενο συντακτικής γενίκευσης ας πούμε (για να το βρίσκω με αναζήτες στο μέλλον, όχι τίποτ' άλλο). Κρατούμενο.
«Αυστηρός» και παπαριές. Λέω απλά οτι ατάκες τύπου «πάρε με πίσω» δέν τις λέμε επειδή μας τις σέρβιρε κάποιος δημοσιογράφος, έλεος.
Δέν ξέρω για «παπαχελληνικούρα» λοιπόν, αλλα είναι βέβαια καραμπινάτος (αλλα συνειδητός) αγγλισμός.
Κοντινό, αλλα πολύ πιό στενό σε σημασία, το άλλο αγγλόφερτο του Γουόρχολ, δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας.
Απ' ότι καταλαβαίνω, «παπαχελληνικούρα» είναι απλά λογοπαίγνιο με τη σημασία αγγλισμός, έτσι;...
Ε τα «αγαπητοί όλοι», «πάρε με πίσω», «πάρε το χρόνο σου», «στο τέλος της ημέρας», «βλέπω το σημείο σου», «αγγίζω γυμνό νεύρο», και πάνω-κάτω όλα τα παραδείγματα εδώ που τα λέμε, δέν τα οφείλουμε σε δημοσιοκάφρους!... Αν είναι δυνατόν... Το φαινόμενο των αγγλισμών είναι πολύ γενικότερη και πολυπλοκότερη φάση, ποιός Παπαχελάς και ποιός Ιγνατίου να πούμε...
Σόρι λοιπόν, αλλα το λήμμα με τέτοιον ορισμό και τέτοια παραδείγματα το βρίσκω τόσο ελλιπές και ασυνεπές, που καταντάει τουλάχιστον παραπλανητικό. Στο σάιτ θα πηγαινε κουκλί ένα λήμμα «αγγλισμός», με ζυγισμένες αναφορές όχι μόνο στον τύπο όπως εδώ, ή σε αστεία λογοπαίγνια αλα είμαι έλληνας που σπουδάζω στην αγγλία-αμερική, ή και σε ακόμη πιό ανεξάρτητα φαινόμενα όπως τα αγγλικά στην κύπρο ή οι ιδιωματισμοί των ομογενών στην αμερική. Αλλα κυριότερα στις λαϊκές τέχνες που επηρέασαν την ελληνική γλώσσα πολύ πριν μπούνε στο χορό οι δημοσιογράφοι (μουσική, σινεμά, στην πιό πρόσφατη Εποχή του Λόουερ και η τηλεόραση, και πλέον και το διαδίκτυο φυσικά), ζυγισμένη σύγκριση με γαλλισμούς και άλλους ξενισμούς, ανάλογα την ελλαδική ξενομανία της κάθε πολιτικής εποχής, και πάει λέγοντας τελοσπάντων. Παλουκάκι, δέ λέω.
Σε κάθε περίπτωση, άλλη μία λίστα με αγγλισμούς, και υπό τόσο αμφίβολο ορισμό, δέ βλέπω να προσφέρει τίποτα, ειδικά οταν πρόκειται για λίστα συνταγμένη με τόσο αντχόκ τρόπο: νά 'τανε ξερωγώ καμιά συστηματική στατιστική πάνω σε σώματα κειμένων να το πώ γαμώ, αλλ' αυτό το ετερόκλιτο μάζωμα προς τί;... Μόνο για το χαβαλέ προφανώς, αν όχι σύντομα και για άσκηση στην ιλαρή δημιουργικότητα όπως στο λήμμα «γουι χέβεντ σίν χιμ γέτ».
Όχι οτι με χαλάει ο χαβαλές. Απλά να μήν ξεχνάμε για τί πράγμα μιλάμε. Ένα καλό λήμμα αγγλισμός δηλαδή ακόμα λείπει απ' το σάιτ, και χίλια χαβαλεδιάρικα λήμματα-λίστες (παναπεί, λήμματα - αφορμές για λίστες), κι' άλλα τόσα λήμματα-παραδείγματα (έχουμε μπόλικα κι' απ' αυτά στο σάιτ), δέν θ' αλλάξουν αυτό το γεγονός!...
Καλό μας σαββατοκύριακο.
Κάτστε ρε, απ' το κιθαρίστας ή ντράμερ πώς περάσαμε στο κιθαρίστας ή πιανίστας;...
Τέλος πάντων. Η πιτσιρίκα απο πάνω παρακαλείται να παίξει αυτό το κλαστεράκι στο πιανάκι της (κλειδί του σόλ),
OOO
και κατόπιν να πεταχτεί στον Πειραιά να δεί κι' αν κουνιούντ' οι βάρκες.
Το πιάσιμο στο τρίτο μίντι είναι το λεγόμενο κινηματογραφικό («κάνουμ' οτι παίζουμε»).
Αλλα και πάλι, κάθε σχηματάκι απ' τα επάνω, μπορεί να έχει διαφορετικές δακτυλοθεσίες, άρα και διαφορετικά πιασίματα (με την πιό κυριολεκτική έννοια)! Πιχί, στην C της δεύτερης φωτό, τις νότες στις χορδές 2, 3, και 4 άλλος τις πιάνει με τρία δάχτυλα, άλλος με δύο, άλλος με ένα (με μπαρεδάκι δηλαδή) -άλλο πιάσιμο το ένα, άλλο το δεύτερο, άλλο το τρίτο. Επίσης, στο ίδιο σχήμα άλλος χρησιμοποιεί τον αντίχειρα, αλλος όχι. Και λοιπά.
Τέ'ς πά', πολλά τα είπα.
Στις φωτό επάνω, άλλο το ανοιχτό πιάσιμο της G αριστερά, κι' άλλο αυτό με το μπαρέ, της G πάλι, δεξιά.
Είναι το σχήμα, η δακτυλοθεσία. Άμα πιάσεις το φά που λές, και το ανεβάζεις τάστο-τάστο σε φά δίεση, σόλ και τα λοιπά, το πιάσιμο παραμένει το ίδιο. Αλλάζει το πιάσιμο άμα πιάσεις ας πούμε την φά με την τονική στην πέμπτη χορδή (μπαρέ στο οχτώ).
Χμ. Σκατά ορισμό ανέβασα ρε π'στ';... Κάτσε, να βρώ και εικονίτσες.
Πλάκα-πλάκα, ο τύπος κορκόδειλος είναι παλιός.
Με το «μπράκ» δέν θυμάμαι να τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλα το λακιρντί (μάλιστα, με το κάππα σκληρό, σε φάση λακ'ρντί), το ακούς συχνότατα απο παλιούς στα βόρεια.
Όχι ρε φιλαράκι, άραξε, δέν τρέχει τίποτα... Απλά, μπορεί ο άλλος να σου πεί ξερωγώ...
Ενδιαφέρουσα εξήγηση της εισχώρησης του -ινγκ στα φανταρίστικα δίνει ο κυρ-σαράντ σήμερα στο ιστολόι του:
Κατά τη γνώμη μου [...] η αρχή της οικογένειας λέξεων σε -ινγκ βρίσκεται στη λέξη “έρπινγκ”, που είναι η μόνη που ανάγεται σε λέξη που προϋπήρχε στη στρατιωτική ορολογία, στο έρπειν*. Το έρπειν, απαρέμφατο του ρήματος έρπω, χρησιμοποιείται συχνά, υπό τύπο παραγγέλματος, για ασκήσεις που πρέπει να εκτελέσουν οι στρατιώτες έρποντας, στη γκρίζα ζώνη ανάμεσα σε απαιτητική άσκηση και καψόνι. Στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα, βέβαια, απαρέμφατα δεν υπάρχουν, ακόμα κι εκείνα τα απολιθωμένα που έχουν μορφή απαρέμφατου (το είναι και το γίγνεσθαι, απαγορεύεται το πτύειν) χρησιμοποιούνται μόνο σε στερεότυπες εκφράσεις [...]. Και επειδή από πολλές απόψεις τα αγγλικά μάς είναι οικειότερα απ’ ό,τι τα αρχαία ελληνικά, και το γερούνδιο σε -ing πιο οικείο απ’ ό,τι το απαρέμφατο, έτσι το έρπειν έγινε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, έρπινγκ.*
Ε αφού πας πάσο ανέβασ' το κιόλας...
Έχει παγιωθεί ομως, είναι ψιλοόρος. Παίζει με ανάσες είναι έκφραση στανταράκι.
Αλίβ, τσέκαρε τι λέει εδώ ή εδώ. Απ' ότι κατάλαβα το χρησιμοποιείς οταν πρόκειται για πρόσωπα, αλλα όχι απαραίτητα για ζώα-φυτά-πράγματα, και μάλλον για τυπική ή πολιτικά ευπρεπή χρήση το κόβω.