Ωραίος ο Θεαγενής! Καλωσήρθε ο Θεαγενής.
Σωστός!
Να πούμε οτι το λέμε πολύ συχνά και για κάποιον που θεωρούμε οτι μας οφείλει (υλικά και μή), ειδικά αν μας έλαχε αχάριστος. Σε φάση, ξερωγώ «να τον έχω κάνει μάγκα κι' αυτός να μή μας παίρνει ενα τηλέφωνο». Δηλαδή σάν το «κάνω κάποιον άνθρωπο» της καθομιλουμένης.
Όντως, και όχι μόνο μία.
Χρόνια τους πολλά λοιπόν.
Αχά. Βασικά, δέν ξέρω αν είν' ακόμα ο ορισμός όπως ήταν όταν αντέδρασε ο τζίζ, οπότε να πώ απλά οτι, απ' όσο ξέρω και ακούω και τα λοιπά, οι λέξεις λούμπεν, λουμπεναριό, λουμπεναρία και τέτοιες, δέν έχουν απολέσει το ιστορικό τους φορτίο τόσο, σίγουρα όχι όπως τα ομόρριζα του φασίστας. Αυτό σίγουρα φαίνεται στα παραδείγματα της ανάρτησης, και πολύ χτυπητά στο τρίτο.
Ρε πλάκα-πλάκα, δέ μπορώ να καταλάβω γιατί ακούγεται περίεργη αυτή η σύνταξη!... Τουλάχιστον, δέ θά 'πρεπε ν' ακούγεται πιό περίεργη απ' την εξής: «τί βατράχι πέταξα πάλι το άτομο», έτσι δεν είναι;... (ακόμη: «Τί είπα πάλι ο πούστης!...») Τί χάνουμε εδωπέρα;
Απ' ότι φαίνεται πάντως, άν υπάρχει κάποιο φαινόμενο εδώ προς συζήτηση, πρόκειται για αλλαγή σέ γάμμα πρόσωπο, απο άλφα και βήτα (και όχι από γάμμα πρόσωπο, που είπα επάνω).
Είναι καλό στα παραδείγματα να χρησιμοποιείται η λέξη που ορίζεται. Όπως και στα λεξικά, πρόκειται για παραδείγματα πάνω στη χρήση της λέξης και όχι για παραδείγματα πάνω στη σημασία της.
Σά να παραγνωρίστηκατε...
Τη σύνταξη του παραδείγματος την έχω τύπικαλι με στρέψη του βλέμματος, απο τον πετώντα το βατράχι, προς τον τέταρτο τοίχο.
Αλλα γιά κάτσε: ο Σλάς όντως είναι καλός, μή λέμε κι' ότι θέλουμε... :-Ρ
Γειά σου ρε τζούντι, το τελικό το σίγμα εκεί, ειδικά αν είναι κι' εσκεμμένο, μου την είπε πολύ ωραία. (Παίζει γενικότερα αυτό το πήδημα σε βήτα αντί για γάμμα πρόσωπο σε τέτοιες ατάκες, θεματάκι.)
Το οποίο, τώρα που το ξαναθυμάμαι, δέν έλεγε δίαμόρφωση αλλα έπιμόρφωση. Τέ'ς πά'.
Ναί, σαφώς. Προσωπικά το ακούω με κατάληξη -ίκι, το μαχμουρλίκι.
(Καλά, κρέψ, η φωτό είναι θανατερή.)
Υπόψιν όμως και αυτό: «στο ιδίωμα της Σαμοθράκης χαρακτηριστική είναι η αποβολή των λ και ρ (π.χ. γάμματα αντί γράμματα)». (Είναι μή διαβείς την Πύλη... πά' η μέρα...)
Η έκφραση είναι όντως παλιά. Διάλεκτος Αγρινίου σε μιά καταγραφή του 1910, οπου η έκφραση μάλιστα συμπληρώνεται σε στέκομαι κόκαλο στον τόπο:
…Πά' σ' ναι 'κλησά, μπαίνου μέσα, κάν' έτσι', γλέπ' ένα κρεμανταλά τ' νι̮α μεριά κ' έναν τ'ν άλλη κι κόβουνταν μύτ' με μύτ', κάτ' διαολόπ'λα, έπαιρναν κουβέντα απ' τ'ν έναν, λέγαν στουν άλλουν. Δεν είν' καλή δ'λειά τούτ', είπα, λέω να δώκω νι̮α σκι̮αχκι̮ά μη μι γράψ'ν κι̮ουτή κι στάθηκα κόκκαλο στον τόπο. 'Κει π'στέκομαν, κάν' έτσ', γλέπω έναν τραογέν' κι πιτι̮έτ' απ' τ'ν ακρ'νή πορτοπούλα με νι̮α σιδιροσφιντόνα στο χέρ' κι κάμπουσου καπνό μέσα, κάπνισι κάτι κόκκινα σανίδια, τα καπίν'σι κι παίρν̑' σ'ν αράδα, τ'ς ανθρώπ'ς κι τ'ς καπνίζ' κι τ'ς έλεϊ «στέκ'ς;» στέκου ου ένας, «στέκ'ς;» στέκου ου άλλους, έρχιτι κι σ' μένα, «στέκ'ς;» μ' λέει, «στέκου; ούστ!» τ' λέου, «φέγ' απ'ιδώ μη μι καπίν̑'ς». Σαν τ'ς καπίν̑'σι ούλ'ς, μπήκι μέσα κι κατί λέει, κατί λέει, κατί λέει, τουν γλέπου βάν̑' νι̮ά πουδιά απού πίσου, ένα σαγάν̑' στου κιφάλ̑' κ' ένα τσ'κάλ̑' στα χέρια κι πιτι̮έτ' απ' τ'ν ακρινή πόρτα, «κάτ' τα κιφάλια», τ'ς λέει, του βιο τ' διαόλ' ούστ! Κι τα βάλαν κάτ' τα κιφάλια. Ιγώ στάθ'κα κόκκαλου στουν τόπου…
(αντιγραφή απο την Πύλη)
Εαρέντιλ, γράψε λάθος: όχι ο «ημίφθογγος», αλλα μάλλον το «ημίφωνο» (αυτό εκεί λέω). Εννοώ βασικά λέξεις που το θέμα τους τελειώνει ουρανικά, όπως τώρα το τακάκι. Εδώ η γραφή παραπλανά (ένα γράμμα έχουμε για το κάππα είτε το εννοούμε ουρανικά είτε υπερωικά), και εκεί που θα περίμενε ίσως κανείς ν' ακούσει τακακοφάγος, αντίθετα το ακούει όπως το δίνει ο τζομπλάκ.
Το συγκεκριμένο σχήμα είναι λέει χαρακτηριστικό του βαλκανικού σπράχμπουντ («γλωσσική ζώνη»).
Σωστός ο εαρέντιλ, με τη διαφορά οτι το μπεγλέρι των Ενενήντα δέν είχε κρίκο στη μέση, ένα κομπολόι με δυό μεγάλες χάντρες ήταν. Δέν το ανεβάζεις μιά ρε αδερφέ; (νόμιζα οτι τό 'χαμε.)
Σκέτη καύλα φτά τα ονοματάκια, που κουβαλάν και τον ημίφθογγο μαζί στη σύνθεση.
Έχει κι' άλλα να πεί κανείς για το γκρουβάρω, μιά και χρησιμοποιείται και απο μή μουσικούς που δέν ξέρουν απαραίτητα για διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών φίλ. Έχω την εντύπωση οτι ο μή μουσικός θα πεί «η μπάντα γκρουβάρει» μόνο όταν παίζει έτσι ωστε να τον κάνει να θέλει να σηκωθεί πάνω και να χορέψει, να χτυπηθεί, ότι.
Πράγμα βέβαια που και πάλι έχει να κάνει με το φίλ: άν δεν έχεις τέτοιο δέσιμο, δέν πείθεις τον άλλο εύκολα να χορέψει. (Ντάξ', εκτός κι' αν είναι σουρωμένος, η γκόμενά σου, κουφός που όμως αναγνώρισε οτι παίζεις τη διασκευή του αγαπημένου του κομματιού κι' ότι θυμάται χαίρεται, και λοιπά ανάλογα...)
Ωραίος, μόνο που διαφωνώ με την τρίτη παράγραφο του ορισμού, και το γιατί φαίνεται στα πρώτα δύο παραδείγματα: στην ουσία πρόκειται για παραδείγματα πάνω στη χρήση του ρήματος γκρουβάρω που έχει, απ' όσο ξέρω κι' ακούω εδώ και όσα χρόνια, ακριβώς την ίδια μουσική έννοια με το αγγλικό to groove (και το αντίστοιχο ουσιαστικό groove).
Το ρήμα το είχαμε πιάσει απ' την απέξω σε κείνο τον ορισμό του Μίστερ, στα σχόλια. Θά 'λεγα, επεκτείνοντας κυρίως την πρώτη παράγραφο του ορισμού, οτι το γκρουβάρω έχει νόημα σχετικά ανεξάρτητο απ' το εκάστοτε στίλ της μουσικής, και αναφέρεται σε κείνο το δέσιμο της μπάντας που δέ σέβεται μόνο το τέμπο, αλλα και το φίλ του κομματιού (λέιντ μπάκ βέρσους όν τόπ). Άν ας πούμε στην μπάντα ο ντράμερ παίζει πίσω ενώ ο μπασίστας την έχει δεί φανκιό ή ντισκόβιος σε φάση, τότε τσάο-τσάο γκρουβάρισμα, κι' ας παίζουνε κι' οί δύο με μετρονόμο τζάστ.
Λέω πάντως «σχετικά ανεξάρτητο», γιατι ο όρος όντως πρέπει να προέρχεται απο τη μαύρη μουσική, και ένας παρωπιδομεταλάς ας πούμε χλομό να τον έχει ακούσει, ακόμη κι' άν το ζήτημα μπορεί να του είναι οικείο (χωρίς ομως νά 'χει τού 'χει βρεί όνομα).
Το πονηρό ποτέ δεν υπήρχε. Λόγω τιμής.