ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Σφαλιάρα στο Σταύρακα).
ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ: Στα σοβαρά το 'κανες αυτό ή στ' αστεία;
ΚΑΡ.: Όχι ρε Σταυράκη, μην παρεξηγάς, αστεία το 'κανα!
ΣΤ.: Πάλι καλά.
ΚΑΡ.: Το πίστεψες ρε κούτσαβε; Στα σοβαρά ρε το 'κανα!
ΣΤ.: Α, νόμιζα... Γιατί εγώ αδρεφάκι Καραγκιόζο δε σηκώνω αστεία.
(Παρά ταύτα, δε συμφωνώ ότι το θέατρο σκιών τους συκοφάντησε. Τους σατίρισε, αυτό ναι. Αλλά η σάτιρα προϋποθέτει να ανακαλύψεις το ελάττωμα, εν προκειμένω την τζάμπα-μαγκιά, ακόμη κι αν είναι εξαίρεση.)
Πω πω φίλε, με κούρδισες τώρα! Θάνατος σε όσους χρησιμοποιούν αυτή τη σύνταξη με τα δύο άρθρα για να δείξουν πόσο τάτσι-μήτσι-κότσι ήταν με τα πρόσωπα που μνημονεύουν και έτσι, εμμέσως, να ανεβάσουν τις δικές τους μετοχές, π.χ. «Και τώρα θα σφάξω ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι ΤΟΥ Μίκη ΤΟΥ Θεοδωράκη»!
Καντενάσος στο μυκονιάτικο ιδίωμα (που έχει τη χαρακτηριστική τροπή τσ>σ, π.χ. κασίκι = κατσίκι) είναι ο σύρτης της πόρτας. Προφανώς έχει σχέση. Όπως βέβαια και η πολύ κοινότερη λέξη καδένα.
Προβλέπεται κανονικά! Στο παραδοσιακό σαβουάρ βίβρ (Βαρόννη Σταφ κλπ.), όταν στο τραπέζι θέλουμε π.χ. νερό ή αλάτι αλλά δεν το φτάνουμε, δεν το ζητάμε (εννοείται πως δεν απλώνουμε τη χερούκλα μας μέχρι απέναντι!), αλλά λέμε σε κάποιον: «Μήπως θα θέλατε λίγο νερό;» Οπότε εκείνος, εφόσον είναι στο κόλπο, απαντά «όχι ευχαριστώ, μήπως θα θέλατε εσείς;».
Και συνεχίζουμε:
Όχι πάντα. Καμιά φορά δεκαρώνεις ένα μέτριο λήμμα, απλώς επειδή είσαι ο δεύτερος και ο πρώτος έχει βάλει μηδενικά και αγανακτείς. 'Οχι;
Παρεμπιπτόντως: εγώ έχω μία τάση να βάζω κυρίως ακραίες βαθμολογίες. Άμα είναι τόσο καλό ώστε να θέλω να το δεκαρώσω, ή τόσο εξοργιστικά κακό ώστε να θέλω να το θάψω, θα το κάνω. Το «αρκετά καλό» λήμμα βαριέμαι να το βαθμολογήσω. Μπορεί να μην είναι πολύ σωστά αυτά, αλλά σίγουρα είναι μία φυσική ανθρώπινη τάση, που πιθανώς να την έχουν κι άλλοι.
Εξεγίβεντίσανέ τονε... Καλό ακούγεται και με τρεις τόνους: έναν κανονικό, έναν για το εγκλιτικό, κι έναν για κάθε ενδεχόμενο.
5* για τα ερείπια της έννοιας του χιούμορ!
Α, Χανκ, μην το λες. Η θητεία σε μικρονήσια είναι συχνά ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί στη ζωή του καθηγητή /της καθηγήτριας. Εξαιρούνται βέβαια εκείνοι/ες που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω συζύγους και παιδιά, αλλά για τους υπόλοιπους είναι μέγα λαχείο. Άσε που πολλοί φεύγουν μόνοι και γυρίζουν ζευγαρωμέοι.
ΥΡΕΡΤΗ Travel!!
Ουπς! Ξέχασα!
Στη σημασία Β 1, «ξοδεύω, σπαταλώ», προσθήκη ενός ακόμη παραδείγματος που δεν έχει σχέση με λεφτά:
[I]-Είναι αλήθεια ότι το ερκοντίσιον στο αυτοκίνητο τρώει ιπποδύναμη;
-Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα τρώει βενζίνη.[/I]
Όχι το πόσο σχολιάζεται. Το πώς σχολιάζεται όμως;
Ναι, το θυμάμαι αυτό. Άρα διορθώνω την πιο πάνω προτροπή μου: «Όσοι αυτοκτονηθείτε, ...»
Πώς προκύπτει αυτό; Καλαμαράς είναι ο γραφιάς, ο λόγιος (από το καλαμάρι = μελανοδοχείο). Στον άλλο ορισμό υπάρχει ένα σχετικό σχόλιο, αλλά δε με πείθει (και καλά οι Έλληνες έφεραν τη γραφή με καλαμάρι στην Κύπρο: αν είχε συμβεί αυτό το παράξενο, σίγουρα θα ήταν σε εποχές που η Κύπρος ήταν απλώς ένα από τα νησιά της κατακτημένης από διάφορους λαούς Ελλάδας. Η διάσταση Κυπρίων - Ελλαδιτών υπάρχει από τότε που έχουμε δύο ξεχωριστά κράτη.)
Ο χαρακτηρισμός ισχύει και για τη συνέχεια της ζωής τους:
[I]Άλλοι παντρεύονται νωρίς, κι άλλοι παιδιά γεννάνε,
για μια καλή μετάθεση τα νιάτα τους πουλάνε.
[/I]
(Ανωνύμου του Έλληνος.)
Όχι, όχι, λάθος. Ή το παράκουσες ή το άκουσες από κάποιον που το είχε (προ)παρακούσει.
Ενδιαφέρουσα η οπτική ενός που ήταν χτες και δεν είναι σήμερα. Όσοι αυτοκτονήσετε, φροντίστε να ζήσετε το θάνατό σας!
Όχι, γενικότερα μου θύμισε νεολογισμούς τ. νέοπας, παλαίουρας, τσιγαρούμπα, όλες αυτές τις παραγωγικές καταλήξεις.
Κάτσε να διορθώσω μερικά:
1) @Πονηρόσκυλο: Εννοούσα το αντίθετο. Ναι, τους αδικείς, αν τους ζητάς να είναι εφάμιλλοι του Ροΐδη.
2) Ελάχιστα μεν Άγγελος, τα μέγιστα δε Βλάχος. Το συμφραζόμενο δεν παρατίθεται, αλλά πιθανώς να ήταν ποίημα, αφού η φράση είναι 15σύλλαβη.
Γιατί δεν κάνουμε το άλλο; Ας συνεχίσουμε όπως πάμε. Σε μερικά χρόνια, λογικά ο ρυθμός των νέων καταχωρίσεων θα κοπάσει. Σχόλια όμως θα εξακολουθήσουν να μπαίνουν, φαντάζομαι. Αν λοιπόν ένα λήμμα εκτίθεται σε σχολιασμό μια δεκαετία, μάλλον θα έχει πλέον φανεί πώς το εκτιμά η κοινή γνώμη.
Βλακόχορτο (sot-weed, το μετεφράζεις και κουτόχορτο άμα θες) φαίνεται πως ονόμαζαν κάποιοι τον καπνό, στα πρώτα χρόνια μετά την ανακάλυψή του από τους Ευρωπαίους.
Τζων Μπαρθ, «Ο βλακοχορτοφάγος» (Μυθιστόρημα, μτφρ. Αλέξης Πανσέληνος, Πόλις 1999).
Και ο αδύνατος θα μπορούσε να είναι «Κρεοπωλείο η ανέχεια».
Η μαύρη μπίρα, και συγκεκριμένα η Γκίνες, είναι το εθνικό ποτό των Ιρλανδών, ενώ σ' εμάς είναι σχετικώς πολύ πιο άγνωστη από τις ξανθές μπίρες. Συχνή αντίδραση όποιου Έλληνα την βλέπει για πρώτη φορά σερβιρισμένη σε ποτήρι είναι: «Μπίρα είναι αυτό ή φραπές;»
Αντίθετα, ένας φίλος μου Ιρλανδός, όταν πρωτοείδε φραπέ στην Ελλάδα, σχολίασε: «Καφές είναι αυτό ή μπίρα;»!!
...ρεφάρω...