Μαυρομάτης λέει το google αλλά δεν το έχω ακούσει προσωπικά (urban legend filter: active).
Ε τώρα δεν θα πεις στοπ λος/κόκκινη γραμμή να μείνεις με τα λεφτά του ταξί! Θα πεις πάω σ' ένα καζίνο και απ' τα 200 ευρώ που έχω πάνω μου θα μείνω με 100 τουλάχιστον, για να πάω την γυναίκα σ' ένα εστιατόριο, ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Στις χρηματιστηριακές αναφορές που βρήκα στο ίντερνετ το στοπ λος ξεκινούσε από το 5% (σφιχτό) και πολλές φορές επαναλαμβανόταν το 10% απώλειες.
Και το αντίστοιχο για τα κέρδη: στοπ/λίμιτ πρόφιτ (stop/limit profit).
Μία μη χρηματιστηριακή αναφορά που βρήκα είναι από εδώ (πρόκειται για θέμα σε θρεντ:
Stop loss 17k 1,400 για να πηγαίνει η γυναίκα super market (Σ.σ.: Ζητά προτάσεις για αυτοκίνητο έως 1,4l και έως €17.000.)
Η ιδέα του στοπ λος είναι κοινή σε καταστάσεις διαπραγμάτευσης ή παιγνίων. Τώρα τελευταία λέγεται πολύ η κόκκινη γραμμή για τις μεγάλες διαπραγματεύσεις των εθνικών θεμάτων. Στα χαρτιά και το καζίνο μια καλή συμβουλή είναι να ορίσεις το αποδεκτό όριο απωλειών πριν καθήσεις καν στο τραπέζι, γιατί, ως γνωστόν, μεσούντος του παιχνιδιού η κρίση σου αλλοιώνεται.
Ο ορισμός, κλασικά, δείχνει δουλειά και μεράκι για το κοινό του σάιτ. Μπράβο.
Φυσικά δεν είναι τυχαίο και μόλις εντόπισες απαραίτητο λήμμα: το ράκαλ ή ρακαλάκι. Επίσης κλασικό και μαστ λήμμα είναι η μοτορόλα πληθ. μοτορόλες. Να τα περάσω εγώ; Τά ’χω μετρίως αλλά μπορώ να κάνω έρευνα.
Λοιπόν τα παίρνω εγώ αλλά όποιος θέλει ας μου στείλει μήνυμα να μην τα δουλέψω.
Παιδιά με την φωτό που ανέβασα και κατέβηκε δεν ήθελα να θίξω κανέναν, ούτε καν τον άνθρωπο που έβαλε τον άσσο. Allivegp ελπίζω να μην παρεξήγησες. Απλά τα ντίλντο μοιάζουν σαν άσσοι μερικές φορές (απ’ ό,τι μου είπαν).
(υπάρχουν και πιο ass-friendly γραμματοσειρές)
Συγγνώμη για την διόρθωση: αυτός θα ήταν τραπεζικός και όχι τραπεζίτης.
Η πιο σοβαροφανής μορφή του μύθου που έχω ακούσει εγώ είναι ότι το έκανε μια τύπισσα στην διεύθυνση πληροφορικής μιας μεγάλης τράπεζας (δεν λέω ποιας γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο), έχοντας πρόσβαση στο μηχανογραφικό κομμάτι της συντήρησης λογαριασμών. Αποκαλύφθηκε δε, και αυτό συνηγορεί στο ότι είναι μύθος, σε μια άδειά της, όταν κάποιος άλλος χρειάστηκε να κάνει ενέργειες στο αντικείμενό της. Αν είναι έτσι, δεν πρέπει να επωφελήθηκε πολύ από την κομπίνα αφού την προλάβανε (εκτός κι αν κάθε τρεις και λίγο έβγαζε τα λεφτά σε άλλη τράπεζα).
Ναι, ναι, ναι!
Τα τυράκια στο τρίβιαλ περσούτ φτιάχτηκαν από (επίτιμους) Αθηναίους, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα λευκό.
Εντάξει ρε φίλε, λες και σου ζητήσαμε το πιν για την κάρτα ανάληψης. Μαρία Σαμπανιώτη.
Πού και πού χρειάζεται και καμιά μη λεξικογραφική πληροφορία για να καταλαβαίνουν όσοι δεν ξέρουν. Εγώ π.χ. το 1992 ήμουν παιδί.
Άντε, έσπασες κατοστάρα. Σωστός.
Α ναι, το «μένω στην τάδε οικοδομή» από σπόντα κατάλαβα ότι δεν το λένε οι νότιοι, όταν μου απαντούσαν «τι οικοδομή, δεν έχει τελειώσει ακόμα;» Πρέπει όμως αυτήν την «ειρωνεία» να μου την έχουν κάνει και πάνω, ίσως δηλαδή το λήμμα να μην λέγεται από όλους τους βόρειους.
Ok, σε μας όλα αυτά φαίνονται καθημερινά και τετριμμένα, να ξέρετε. Τά 'χουμε πει, τυρί χωρίς άλλο προσδιορισμό είναι κυρίως η φέτα, δευτερευόντως λευκό τυρί που μοιάζει αρκετά με φέτα (π.χ. όχι το μανούρι). Κασέρι είναι το υποκίτρινο ή κίτρινο, ημίσκληρο ή σκληρό. Όταν θα πω «τρίψε λίγο κασέρι στα μακαρόνια» μπορεί να με ρωτήσει ο συνομιλητής «έχω γκούντα και ένταμ, τι θες;». Από άποψη ακρίβειας, ο αθηναϊκός όρος μου φαίνεται πιο στρέητφόργουορντ, λες τυριά τα πάντα και μετά εξειδικεύεις, όπως λες «θα πάρω αμάξι» και εννοείς μεν Ι.Χ. αλλά πρέπει να εξειδικεύσεις, μικρό, μεγάλο, τι τύπου, τι μάρκα κλπ.
Στην σημασία ρε παιδιά δεν νομίζω ότι διαφωνείτε (ούτε κι εγώ), στην σημασία του λήμματος. Στην προέλευση/ετυμολογία δεν είναι το πρόβλημα; Προσωπικά θεωρώ πολύ δύσκολο να ευσταθεί η προέλευση που δίνει ο ορισμός, αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στην φωτιά.
Μήπως μπερδεύεις το «κλάνω μέντες» και το «κλάνω μια (και δυο και τρεις) μάντρα αρχίδια»;
Αν και γενικά με απωθεί αυτό το ύφος, ο τύπος στο λινκ είναι πολύ καλός. Πάρα πολύ καλός.
Βλ. και εδώ, στα σχόλια. Και καλωσήρθες πίσω.
Να προσθέσω κι άλλα, κατά τη γνώμη μου πάντα. Η ταβερνόφατσα έχει τα χαρακτηριστικά του χρόνιου πότη (όχι αλκοολικού) και φαγά (όχι απαραίτητα καλοφαγά). Ασύμμετρα μεγάλη κοιλιά, μισόκλειστα μάτια, δέρμα κάπως αγριωπό (από τα τσιγάρα;) και κοκκινωπό (από το αλκοόλ), συνήθως αξύριστος. Μεσήλικας αλλά ελαφρώς παρτάλι, λόγω του χαμένου χρόνου πάνω από ποτηράκια με κρασί και πιατάκια με πιστοποιητικό χοληστεροφιλίας.
Στην συμπεριφορά είναι μάλλον οκ, ζεστός μη σου πω, αφού η παιδεία της ταβέρνας είναι παρεΐστικη - διαφορετικά θα έμενε σαν ξυλάγγουρο να τα πίνει μόνος του. Είναι όμως λίγο σκόρπιος.
[I]στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.[/I] Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός
Φοβερή έμπνευση ο Φίλιπ Ντικ αλλά δεν είναι και φοβερός στην γραφή του. Εκτός κι αν τον αδικούν οι μεταφράσεις που έχω πετύχει. Στο «Κόλπο Α.Ε.» έχασα πραγματικά την μπάλα, το διάβασα μέχρι τέλους από αρρωστημένη επιμονή και μόνο. Μερικά σχετικά σχόλια εδώ.
Το «με τρώει η μαλακία» το έχω εγώ αλλά όποιος θέλει ελεύθερα.