Και ανώνυμο (δηλ. αντίθετο του επώνυμο = μάρκα, όπως λένε στις διαφημίσεις). Π.χ. Πού πάς έτσι ρε κάγκο με το ανώνυμο το γυαλί ηλίου;
Νομίζω οτι η έκφραση έχει τουλάχιστον διπλή ανάγνωση (υπο τον όρο οτι η παρούσα κατάσταση, όπως περιγράφεται απο τον Τζιμάκο, είναι μάλλον ζοφερή):
Γαμάτε γιατί χανόμαστε: (Ειρωνικά - απογοήτευση) οτι αναπαραχθείτε λεβεντομαλάκες μου, μη και χαλάσει η ράτσα.
Γαμάτε γιατί χανόμαστε: (Κυριολεκτικά - μελλοντική προσδοκία) οτι κάντε κανα παιδί, μπας και βγεί κανας άνθρωπος της προκοπής κι αλλάξει το γούρι.
Είναι μια γλωσσική αμφισημία, που έχει το ίδιο αποτέλεσμα και στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, ανεξαρτήτως επιτονισμού.
Αντίθετα π.χ. «σιγά τις πόρτες» (στα ταξί), με κατάλληλη χροιά, μπορεί ν' ακουστεί ως «οι πόρτες μου είναι για τα μπάζα, οπότε καλά κάνεις και τις κοπανάς» ή «λίγα λόγια για το έργο» (όταν προλογίζει κριτικός), μπορεί ν' ακουστεί ως απειλητικά αμυντική έκφραση «μέτρα τα λόγια σου, μη σε γαμήσω»!
Language, it's a game...
Η έκφραση προέρχεται απο παλιά γελοιογραφία του ΚΥΡ για τους δεινοσαύρους της πολιτικής και αναφέρονταν στον θαλερό αποστάτη οικογενείας (κάνουνε μισή θητεία)...
Πάτσης, πάντα Πάτσης, ντριμπλάρει διαδοχικά 1-2-3 σλανγκιστές, θα κάνει και το συνειρμό, αλλά το λογοπαίγνιο δεν θα φτάσει ποτέ στο πληκτολόγιο, μια πολύ καλή φάση στο 6ο λεπτό του 7ου ημιχρόνου, που αξίζει να ξαναδούμε στο ρηπλέι...
κριτσι-κριτσι (ήχος απο καψάλισμα όπως στην παλιά βαβούρα) :-)
[...] η κραυγή δε στρέχει [...]:
Μήπως στρεγίζατε (=στριγγλίζατε < ιταλ. strega = στρίγκλα, μάγισσα < stregheria ή stregoneria = μαγγανεία ή αλβαν. shtriga = βρυκόλακας ή ρουμαν. strigoi pricolici ή varvolaci = νεκροζώντανοι βουρβούλακες < λατιν. strix = κουκουβάγια) οτι δεν πάει ή δε μετράει δηλαδή;
Άλλη σημασία του «καπελώνω»: Προσδένω πλοίο στον προβλήτα.
Λέμε καπελώνω τον κάβο στη μπίντα, δηλαδή με επιδέξιες κινήσεις τα αρμένια (οι «τα κάνω όλα» μούτσοι του πλοίου), σπεύδουν πηδώντας σαν κατσίκια ανάμεσα στ’ ακροσωλήνια, τις κουλούρες, τους εργάτες και τα κρουζέτα, να περάσουν τη θηλειά των κάβων στις μπίντες (χαλύβδινες καπελωτές δοκοί του ντόκου).
Οι κινήσεις αυτές λέγονται οχτάρια, διότι στριφογυρίζουν στον αέρα τον κάβο με τη θηλειά σαν λάσσο (που φαίνεται να σχηματίζει οχταράκια).
Η δουλειά αυτή, απαιτεί προσοχή, ταχύτητα, εκμάθηση (εκπαιδεύονται απο μπαρμπα-ναύτες) και δεξιοτεχνία, σε συνεννόηση με τη γέφυρα, διότι είναι εξόχως επικίνδυνη.
Αν το πλοίο ξεπέφτει ή το παίρνουν τα νερά ή ο κυβερνήτης είναι άπειρος (ή μαλάκας), στριφογυρίζει το σκάφος πέρα-δώθε με κίνδυνο να τσακίσει την πλώρη ή τις μάσκες (βαρώντας ψωλιές πάνω στα μάγουλα του ντόκου) και η σταθεροποίησή του εξαρτάται απο την καίρια πρόσδεσή του στις μπίντες.
Αν δεν δεθούν τουλάχιστον δυο κάβοι ταυτόχρονα απο τ' αρμένια, ώστε να το ακοστάρει σιγά-σιγά με τις μηχανές ο τιμονιέρης, αφ' ενός μπορεί να φέρει το πλοίο ο καιρός και, ή να περιστραφεί και να προσκρούσει στο ντόκο ή να σπάσει ο κάβος (ή και τα δυο).
Αν σπάσει κάβος (ή «νύχια» μικρότερων πλοίων που γαντζώνουν στα βράχια ή σε άλλο πλεούμενο), αλίμονο σ' όποιον βρεθεί μπροστά. Είναι τέτοια η δύναμη που ασκείται (μηχανές πλοίου + ρεύματα + άνεμος + πάχος κάβου), ώστε σε κόβει κυριολεκτικά στα δυο, σα χασέ.
Γι’ αυτό, οι κάβοι θέλουν συχνά-πυκνά επιθεώρηση και αλλαγή αν έχουν υπερβεί το όριο ελαστικότητάς τους (εμένα μου λές);
Αν πάλι δέσει ο ένας αρμενιστής κι ο άλλος καθυστερήσει (έστω και δευτερόλεπτα), κόβει χέρι (κάβος + όκιο) ή σε παίρνει μαζί του...
Για το λόγο αυτό, κυρίως σε πανικό θαλασσοταραχής, οι εντολές δίνονται απ' τον ύπαρχο με μεγάφωνο. Τα δε σχοινιά του πλοίου (σπρίνγκζ, λογγάδο, ιβιλάι κλπ), τα πετάει ο ένας ναύτης στον άλλο με ειδικό πιστολάκι (ιβιλαϊοβόλο), όπου το ιβιλάι (μικρό σχοινάκι με μπαλίτσα μπροστά, δεμένο πάνω στον κάβο) φθάνει στον αντικρυνό ναύτη παρά τον αέρα, ώστε ο τελευταίος να τραβήξει το ιβιλάι και μαζί μ' αυτό και τον κάβο.
Σε μικρότερα σκάφη, αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο (μικρότερη ή και καθόλου ιπποδύναμη μηχανών + λεπτότεροι κάβοι). Πρέπει οι ναύτες να σιγουράρουν τη μπέζα (ναυτ. κόμπος «σφενδόνη») στον κοτσανέλλο και να μην αρκεστούν στο πέρασμα της θηλειάς στη μπίντα, αλλά και να κάνουν μια τσακιστή (κόμπος ασφαλείας) πάνω στη μάνα (κύριος κόμπος). Κι όλα αυτά συντονισμένα και ταχύτατα, ενόσω τραβάει το σκάφος και τεντώνονται τα σχοινιά (!)
Αυτό δεν φαίνεται στα μεγάλα ποστάλια, γιατί συνήθως το πλοίο ενεργεί πλαγιο-οπισθοδέτηση σε ασφαλή λιμάνια, με τεράστιες μηχανές στο «πρόσω-ανάποδα» και δεν παίρνουν τα νερά το πλοίο, αλλά και γιατί όταν έχει φουρτούνα, έχει ούτως ή άλλως απαγορευτικό. Έτσι, οι ναύτες (ντόκου & καταστρωματέοι) δεν δυσκολεύονται να περάσουν τις θηλειές στις μπίντες, με μια βαριεστημένη κίνηση...
Τα παραπάνω, αφορούν βασικά το εμπορικό ναυτικό (λόγω επισφάλειας συμβολαίων διακομιδής φορτίων) και το πολεμικό ναυτικό (εξ επαγγέλματος), που ταξιδεύουν με κάθε καιρό αναγκαστικά και η διακινδύνευση των πληρωμάτων έχει μικρότερο πολιτικό κόστος απ’ αυτή των επιβατών.
Πέρα απ’ τις πουστιές των εφοπλιστών, ειδικά για το δεύτερο, ο ναύαρχος Κουντουριώτης είχε πεί οτι «δε νοείται ισχυρό ναυτικό, του οποίου το πλήρωμα δεν διατίθεται να κινδυνεύσει»...
Στόοοος! Βάλε και την Παπάτζα Γιόγκα (βλ. γκουριλίκι) κι είσαι μέσα...
:-)
Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!
Σπέκ στο Βυζάκια και στο Βίκα!
Έχει δίκιο ο άνθρωπος. Είναι ο νεο-συντηρητισμός του Σεξ & Σίτυ, που λέγαμε...
Πάντως (πιστεύω θα συμφωνήσεις), οτι πρέπει κανείς να' ναι πολύ κορόιδο για να σκοτώνεται για μια ανώνυμη εταιρεία (!)
Όσο για τα θούρια, μόνον ένας Χατζιδάκις μπόρεσε να συλλάβει τα ποδοσφαιρο-εθνικιστικά σημαινόμενα, όταν εξέδωσε το «Ελλάς: Η Χώρα των Εμβατηρίων»...
Οι δικοί ΜΑΣ; Ποιός τα γαμεί τα χουλιγκάνια;
Απο την άλλη, αν επιστήμονες άνθρωποι παίρνουν κάτι τέτοια στα σοβαρά, περιμένεις ν' αλλάξουν κι αυτοί;
Κοίτα να δείς λέω, πώς φαίνεται απο ένα κωλο-σάντουιτς ή μια σκατο-μπουγάτσα, η αδυναμία των νεοελλήνων να παραδεχθούν μιαν ήττα ή να διαχειρισθούν μια νίκη...
Σόρρυ γιατρέ μου, αλλά can we please as a nation, move on;
Τώρα το αποκληρώνεις για δεν το αποκληρώνεις το μερελό;
Όρσε θρασίμι, που θα ιδείς εσύ χαΐρι και προκοπή με τσι μπροσούρες...
Γιου κρέηζη; Έτσι μιλάνε ορέ του μπαρμπούλη τους; Εξέχασες εκειά που εκάμανε κάτου στο Μελιγαλά και θες να μου κουβαλήσεις την πορτοθούρα και στο μάνσιον, να μ' ανεβάσης το σούγκαρ;
Βέρυ γουέλ, το μερτικό σου απ' τη σταφίδα και τη φάμπρικα με τα ραχάτ λουκούμια, θα το δώκω ενού Μιχαηλίδη, πρόσφυγας παιδί, που στιμέρνει τον παρά μου να μου σχωρνάει και τα ντέντ...
Άει σιχτύρι αγκρέτφουλ σαλαλαμπίτς
Άνκλ Χότζ, (Καρολάινα)
:-Ρ
Ού να μου χαθήτε ρεμπελόσκυλα...
Αντίς να διαβάζουτε τα μαθήματά σας, να πάτε φανδάροι, να γίνετε χρύσιμοι ιάπηδες στην κενωνία, επηγαίνατε κείθε πάνου και μπεκρουλιαζόσαστενε με τσι τσούπες...
:-Ρ
Πολύ καλό!
Σημειωτέον, στο Μεσολόγγι (κάποτε;) έλεγαν τα σπορτέξ «τένιες» (δηλ. παπούτσια του τέννις). Ως εκ τούτου, καταγράφηκε την δεκαετία του '80 το εξής πραγματικό πλην ακατάληπτο ερώτημα Μεσολογγίτη σε κατάστημα της Θεσσαλονίκης: «τσ' τένιες τσ' κονβέρς τσ' έης;» (δηλ. Έχετε τα αθλητικά All Star της Converse)!