Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Στόςςς! Μιας και πρόκειται για συγκεντρωτικό λήμμα, αξίζει να συγκαταχωριστούν τα:

Το προσφιλές φέσι εις τα συναλλακτικά ήθη.
Σκουφάκι = καπότα.
Τα στρατιωτικά:
Ταψί = μπερέ (ή κατ’ άλλους κράνος).
Μουνί / τυρόπιτα = δίκωχο
Ασπιρίνη = ο ναυτικός πιλίσκος
Η μπαμπαδίστικη έκφραση «μηδέν εις το πιλίκιον».
Τσαγερό = παλαιό σκώμμα για περίεργο γυναικείο καπέλο (βλ. Σαπφώ Νοταρά στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» 1967).
Η έκφραση όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.
Καπελίνο = μικρό κομψό καπέλο των 40’ς.
Καπελού = υπάλληλος πιλοποιείου, σύνηθες θύμα ερωτύλων σε πλείστες ελληνικές ταινίες.
Την έκφραση βλάκας με περικεφαλαία ή «τρελός με λοφίο» (ισπανικά ταυτόσημο tonto del capirote).
Καπελαδούρα = μεγάλο πλατύγυρο καπέλο σαν αυτά που φορούν οι μεγαλοκυράδες στο Άσκοτ
Κούρεμα «καπελάκι» (ή παλιά αλα-γκαρσόν αγγλ. short back and sides).
Την εγκλέζικια έκφραση «you’ re talking out of (the top of) your hat» = λές μπούρδες
Την επίσης εγκλέζικια έκφραση π.χ. «With my minister hat on» = με την ιδιότητά μου ως...
Hats on / off = εγκλέζικο στρατιωτικό παράγγελμα (απο-)καλυφθείτε
Dunce cone = κωνικό καπέλο χαζού (τιμωρία στη γωνία)
Le paille = Γαλλική αργκό του μεσοπολέμου για τους μπάτσους του Ηθών που φορούσαν ψάθινα καπέλα (paille) La pula = Ιταλική σύγχρονη αργκό για τους μπάτσους, που παραπέμπει στο καλάμι (pula/cannuccia), αλλ’ όχι λόγω πλέξης καπέλου παρά μάλλον ένεκα στειλιάρι.

Κλπ.

Σημείωση: Καπέλο εκ του ιταλικού capello (γαλ. cha•peaus or cha•peaux εκ του παλαιού Γαλλικού chapel, εκ του λαϊκού λατινικού cappellus, υποκοριστικού του ύστερου λατινικού cappa = κάλυμμα / στέγαστρο και κάπα μοναχού με κουκούλα.
Ομόρριζο του chapelle = παρεκκλήσι
Ισπανικά (ιδίως βάσκικα) chapela = μπερές (αλλιώς goro)
A capella = Πολυφωνικό τραγούδισμα χωρίς μουσικά όργανα που ανάγεται στο Αμβροσιανό / Γρηγοριανό Μέλος και τα μαδριγάλια λίγο πριν την ορχηστρική εισαγωγή του Μπαρόκ.
Σημερινό δείγμα είναι τα αφροαμερικάνικα barbershop, gospel και doo wop της γαλλοτραφούς Νέας Ορλεάνης.

Τέλος, αφιερούται τω φιλοπόνω μπετατζή το ρεμπέτικο: «Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη-μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά-τί κι αν φορώ τραγιάσκα»...

#2
jesus

προσκυνώ το καλούπι σου, μπετατζή μου.

#3
betatzis

Kι ο Χότζας «τα πήρε όλα στη μασχάλη». Αυτά είναι !!!.

#4
HODJAS

Α! Μια και το θυμήθηκα, υπάρχει και η έκφραση «καφές με / ή χωρίς καπέλο», λόγω του ιδιότυπου-μοναδικού σερβιρίσματος του Λέντζου στην Παγκρατάρα (και σπέκια στο Πονηρό που τον ανέφερε)!
Οι άφραγκοι Παγκρατιώτες παλιά, όταν κάποιος τους θάμπωνε οτι πέρασε το καλοκαίρι του Πάρο-Αντίπαρο κλπ, έλεγαν «εγώ την έβγαλα Λέντζο-Αντίλεντζο» (το απέναντι μαγαζί Mendez)…

#5
vikar

Γειά σου ρε μπετατζή.

Το ψαλιδόκωλος ή ψαλιδοκώλης έχω την εντύπωση κυκλοφορούσε ευρέως εκείνους τους καιρούς, δέν θυμάμαι όμως πού το έχω δεί (όχι πάντως στον Καζαντζάκη).

(Κι' αυτός ο Χότζας πιά, είναι να μή σε πάρει στη μασχάλη...)

#6
xalikoutis

Ωραίοοοος.... πέτα ένα λινκ και στο σομπρέρο εκεί που λες για το καπέλωμα...

#7
betatzis

Και το είχα διάβάσει ρε πούστη μου πλαιότερα, αλλά που μυαλό. θα παρακαλέσω τους μόντουλες (μοντουλοζήτουλας θα γίνω κατά Χότζα)

#8
HODJAS

Άλλη σημασία του «καπελώνω»: Προσδένω πλοίο στον προβλήτα.

Λέμε καπελώνω τον κάβο στη μπίντα, δηλαδή με επιδέξιες κινήσεις τα αρμένια (οι «τα κάνω όλα» μούτσοι του πλοίου), σπεύδουν πηδώντας σαν κατσίκια ανάμεσα στ’ ακροσωλήνια, τις κουλούρες, τους εργάτες και τα κρουζέτα, να περάσουν τη θηλειά των κάβων στις μπίντες (χαλύβδινες καπελωτές δοκοί του ντόκου).

Οι κινήσεις αυτές λέγονται οχτάρια, διότι στριφογυρίζουν στον αέρα τον κάβο με τη θηλειά σαν λάσσο (που φαίνεται να σχηματίζει οχταράκια).
Η δουλειά αυτή, απαιτεί προσοχή, ταχύτητα, εκμάθηση (εκπαιδεύονται απο μπαρμπα-ναύτες) και δεξιοτεχνία, σε συνεννόηση με τη γέφυρα, διότι είναι εξόχως επικίνδυνη.

Αν το πλοίο ξεπέφτει ή το παίρνουν τα νερά ή ο κυβερνήτης είναι άπειρος (ή μαλάκας), στριφογυρίζει το σκάφος πέρα-δώθε με κίνδυνο να τσακίσει την πλώρη ή τις μάσκες (βαρώντας ψωλιές πάνω στα μάγουλα του ντόκου) και η σταθεροποίησή του εξαρτάται απο την καίρια πρόσδεσή του στις μπίντες. Αν δεν δεθούν τουλάχιστον δυο κάβοι ταυτόχρονα απο τ' αρμένια, ώστε να το ακοστάρει σιγά-σιγά με τις μηχανές ο τιμονιέρης, αφ' ενός μπορεί να φέρει το πλοίο ο καιρός και, ή να περιστραφεί και να προσκρούσει στο ντόκο ή να σπάσει ο κάβος (ή και τα δυο).
Αν σπάσει κάβος (ή «νύχια» μικρότερων πλοίων που γαντζώνουν στα βράχια ή σε άλλο πλεούμενο), αλίμονο σ' όποιον βρεθεί μπροστά. Είναι τέτοια η δύναμη που ασκείται (μηχανές πλοίου + ρεύματα + άνεμος + πάχος κάβου), ώστε σε κόβει κυριολεκτικά στα δυο, σα χασέ.
Γι’ αυτό, οι κάβοι θέλουν συχνά-πυκνά επιθεώρηση και αλλαγή αν έχουν υπερβεί το όριο ελαστικότητάς τους (εμένα μου λές); Αν πάλι δέσει ο ένας αρμενιστής κι ο άλλος καθυστερήσει (έστω και δευτερόλεπτα), κόβει χέρι (κάβος + όκιο) ή σε παίρνει μαζί του...

Για το λόγο αυτό, κυρίως σε πανικό θαλασσοταραχής, οι εντολές δίνονται απ' τον ύπαρχο με μεγάφωνο. Τα δε σχοινιά του πλοίου (σπρίνγκζ, λογγάδο, ιβιλάι κλπ), τα πετάει ο ένας ναύτης στον άλλο με ειδικό πιστολάκι (ιβιλαϊοβόλο), όπου το ιβιλάι (μικρό σχοινάκι με μπαλίτσα μπροστά, δεμένο πάνω στον κάβο) φθάνει στον αντικρυνό ναύτη παρά τον αέρα, ώστε ο τελευταίος να τραβήξει το ιβιλάι και μαζί μ' αυτό και τον κάβο.

Σε μικρότερα σκάφη, αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο (μικρότερη ή και καθόλου ιπποδύναμη μηχανών + λεπτότεροι κάβοι). Πρέπει οι ναύτες να σιγουράρουν τη μπέζα (ναυτ. κόμπος «σφενδόνη») στον κοτσανέλλο και να μην αρκεστούν στο πέρασμα της θηλειάς στη μπίντα, αλλά και να κάνουν μια τσακιστή (κόμπος ασφαλείας) πάνω στη μάνα (κύριος κόμπος). Κι όλα αυτά συντονισμένα και ταχύτατα, ενόσω τραβάει το σκάφος και τεντώνονται τα σχοινιά (!)

Αυτό δεν φαίνεται στα μεγάλα ποστάλια, γιατί συνήθως το πλοίο ενεργεί πλαγιο-οπισθοδέτηση σε ασφαλή λιμάνια, με τεράστιες μηχανές στο «πρόσω-ανάποδα» και δεν παίρνουν τα νερά το πλοίο, αλλά και γιατί όταν έχει φουρτούνα, έχει ούτως ή άλλως απαγορευτικό. Έτσι, οι ναύτες (ντόκου & καταστρωματέοι) δεν δυσκολεύονται να περάσουν τις θηλειές στις μπίντες, με μια βαριεστημένη κίνηση...

Τα παραπάνω, αφορούν βασικά το εμπορικό ναυτικό (λόγω επισφάλειας συμβολαίων διακομιδής φορτίων) και το πολεμικό ναυτικό (εξ επαγγέλματος), που ταξιδεύουν με κάθε καιρό αναγκαστικά και η διακινδύνευση των πληρωμάτων έχει μικρότερο πολιτικό κόστος απ’ αυτή των επιβατών.

Πέρα απ’ τις πουστιές των εφοπλιστών, ειδικά για το δεύτερο, ο ναύαρχος Κουντουριώτης είχε πεί οτι «δε νοείται ισχυρό ναυτικό, του οποίου το πλήρωμα δεν διατίθεται να κινδυνεύσει»...

#9
goldfish

το λαμπα καπελο τι να σημανει αραγε;

#10
patsis

Συγγνώμη που παρεμβαίνω στην ερώτηση, θέλω να προσθέσω κάτι στον ορισμό: Καπέλο είναι μια αμερικανιά (hat το λένε εκεί) για τον διαφορετικό θεσμικό ρόλο που μπορεί να φέρει το ίδιο πρόσωπο και, συνακόλουθα, τις διακριτές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσει όταν ενεργεί ή μιλά. Ο διαφορετικός ρόλος μπορεί να είναι είτε ταυτόχρονα, είτε διαδοχικά.

Ο ρόλος που επικρατεί μπορεί να είναι και μη θεσμικός, οπότε η έκφραση αποκαλύπτει την υποκρισία και την υστεροβουλία του πράγματος.

Μάλλον επιχειρηματική αργκό.

Παραδείγματα:
1. Από εδώ:
Μετά την υιοθετηθείσα από τον ίδιο μεθόδευση (αποδεικνυόμενη και εκ του αποτελέσματος ως επιτυχή) για την απομάκρυνση του προηγούμενου Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου από τη θέση του και την επιβολή πρακτικών και μεθοδεύσεων που δεν προσιδιάζουν στο σκοπό της ΕΕΑ (βλ. ενδ. Δ.Σ. 7/28.5.2008 και σ΄ αυτό εμπεριεχόμενη επιστολή του σε βάρος της Blue Star και του απελθόντος Προέδρου), επέλεξε και υιοθέτησε –φορώντας το καπέλο του Προέδρου της ΝΕΛ αυτή τη φορά- ακαίρως και αστόχως να ξιφουλκήσει με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, δημιουργώντας το υπόβαθρο βλαπτικών συνεπειών και για όλους τους λοιπούς εμπλεκόμενους [...]

  1. [I]- Εγώ έχω κάνει χορηγήσεις σε κατάστημα και ξέρω πώς είναι να ζητάς κωλόχαρτα από μεγάλους πελάτες, δεν μπορώ να βάλω αυτόν τον όρο στην έγκριση.
    - Φορώντας το καπέλο του αναλυτή όμως πρέπει να προστατεύεις την τράπεζα από τα στελέχη της και πελάτες που άλλωστε δεν ξέρεις καν. Κανείς δεν θα σου πει μπράβο που πήρες τέτοια ρίσκα.[/I]

  2. Από εδώ:
    Να αποτρέψουμε στην πράξη την μετατροπή των σχολείων σε παραμάγαζα επιχειρήσεων, που φορώντας το καπέλο του χορηγού εισβάλουν στα σχολεία για να διαφημιστούν, να ψαρέψουν πελάτες [...]