Α! Στα Ναουσσαίικα «πέσε κοίμα!» (αντί κοιμήσου)
Ιντερσαλόνικα 4 Εύα!
Αφού ούτως ή άλλως τον ύπνο τον λέμε και «ψόφο».
Π.χ. Λέμε «πέσε ψόφα!» όταν κάποιος ζουζουνίζει γύρω μας και δεν μας αφήνει να ξεραποξυλωθούμε (Κεφαλλονιά) ή «πάω να ψοφήσω/σαπίσω»=να κοιμηθώ.
Βλ. και «Ο Γρουσούζης» (1952)
Βασιλειάδου:
-Καλή νύχτα κύριε Αγαθοκλέα μου!
Μακρής:
-Κακόν ψόφο!
Βλ. και Τάκη Μηλιάδη αναφερόμενο στο υπνοδωμάτιο του λακίσαντος γαμβρού Θανάση (σε «Τρελλός παλαβός και Βέγγος» 1968):
Εδώ ψοφολόγαγε ο τουρκόγυφτος...
Η μικρή μας σλανγκοπόλη
Ε βέβαια, δε λένε «αναδιάρθρωση» της αστυνομίας, «εξάρθρωση» εγκληματικής οργάνωσης κλπ;
(Μουαχαχαχα Σαββίδης)
Εκτός απο τη χρήση του μεταπράτη Long John, συναντάται και ως «χαλνάω» = φονεύω στη Μικρασία και Αλλαχ-who.
Βλέπε και εδώ
Ο Καββαδίας λέει «πάω να παραστήσω τους πεθαμένους»
Mille grazie!
Προφανώς το βιβλίο αναφερόταν σε παρερμηνείες των κλασσικών απο τους Ευρωπαίους κατά το Μεσαίωνα (και ύστερα).
Η αποπληξία λέγεται και νουσουμπέτι.
Καρασπέκ!
Όχι Πάτσμαν-μπόη!
Το έχω ακούσει αυτούσιο ως «θα στο πολεμήσω στη μούτσκα» (=θα στο πετάξω στα μούτρα).
Για το γου+α=γα / του+α=τα, όλο μαζί παιδιά «μάτσκα!» έχω ακούσει τη σχετική ιστορία απο φίλο που την έζησε στο σχολείο του.
Η Νάουσσα έχει μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον, κυρίως η διάλεκτος των Σιακάδων.
Εκ του ιταλικού sfacio = ξε-κάνω (σκοτώνω)
Βλ. ναπολιτάνικη απειλή sfacim a mammeta = θα καθαρίσουμε τη μάνα σου
Σπιρτόγατος: Αυτός που μένει σε μικρό σπίτι...
Σουρτούκω ή σουρτούκα, λέγανε παλιά και την κάπα/πανωφόρι/παμεινώντα.
Ίσως συμφύρεται εννοιολογικά με το παλτό που φορούσαν ανάριχτο οι πουτάνες στα μπουρδέλα όταν επεδείκνυαν τα κάλλη τους στους περαστικούς (εξ ου και η έκφραση: Το φοράω καλτακανά).
Ορθότατος!
Οι τουρκομερίτες λέγανε «αυτή η ταβέρνα είναι για μπεκιάρηδες και φοιτητές».
Στην Πάτρα την δεκαετία 80-90, οι εκφράσεις μπακουριά/μπακουρέος/μπακούρι/μπάκουρας/μπάκος/μπακ χαρακτήριζε την έλλειψη στυλ/κομψότητας.
Π.χ.
1.Ρε συ, μου χρωστάει ο Μιχάλης 3 χιλιάρικα, είναι μπακουριά να του τα ζητήσω;
2.
-Πόσο το πήρες το παντελόνι;
-10.000 δρχ! Είναι Τεξικανίνο
-Τόσα πολλά γι' αυτή τη μπακουριά;
3. Πήγαμε στη συναυλία του Βασίλη χτές κι ήταν γεμάτο με χαιτέους και μπάκους...
Στην Πάτρα το «μουτσούνι» ή «μουσούδι», είναι φιλική προσφώνηση για «μούτρο», «φάτσα», «ατσίδα» κλπ.
Στη Νάουσσα Ημαθίας λέγεται «μούτσκα».
Απαντάται κυρίως στην Πάτρα.
Στο Βόλο λένε «μούσγα» την κακή διάθεση-πονοκέφαλο μετά απο σιέστα λόγω του υγρού κλίματος.
Πολύ καλό!
Να συμπληρώσω ερμηνεία «τα/το μούνεψα» = τα' κανα μουνί καπέλο (Πάτρα)
Βλ. και Ημίζ στο «ζητιάνο»
«[I]τα δόντια μου, επέσανε
έχω και τερηδόνα
κι όσο για την ουλίτιδα
εκείνη πάει γόνα
δώστε κυρία κάτι να σταθώ στα ποδαράκια μου
να' χουν και υγεία τα καημένα τα παιδάκια μου[/I] ...»
Φχαριστώ αιδεσιμώτατε!
Η΄ κατά την κνίτικη ορολογία «απλοί νεροκουβαλητές στο μύλο της αντίδρασης»...
Μες μου θύμισες παλιό ανέκδοτο με Σκωτσέζο:
Έχει πάει λοιπόν ο ΜακΣτάπρηξον στο Παρίσι για δουλειές. Άξαφνα, αντιλαμβάνεται οτι δεν έχει πάρει μαζί του τη διεύθυνση και το τηλέφωνο ενός βασικότατου συνεργάτη του στη Γαλλία.
Στέλνει λακωνικό τηλεγράφημα στη γυναίκα του στη Σκωτία:
-Θυμάσαι στοιχεία Λεμπλάνκ;
και η γυναίκα του:
-Ναί
Βλ. και http://www.remen.gr/glosses/koudaritika.html
και http://hopedies.pblogs.gr/2008/09/ti-xerete-gia-tis-synthhmatikes-glwsses.html για τα Στεμνιτσιώτικα-Μεστιτσιώτικα και www.dorvitsa.gr για τα Γκράβαρα-Κράκουρα.
Ο «Ζητιάνος» είναι το magnum opus του Καρκαβίτσα...
Ευχαριστώ παίδες!
Βλ. και Τισιφόνη-Αληκτώ-Μέγαιρα (οι Ερινύες)
Μεσούλα, μιλάμε ΔΕΝ καπνίζονται με τίποτα! (Σκέψου εκείνη την εποχή έκανα 3 πακέτα minimum κι έμεινα ατσίγαρος 3 μέρες)...
Το χειρότερο μακράν τσιγάρο που έχω φουμάρει, είναι το MG (τριαντάρι!)
Ήταν σα να ρουφούσες τσιμέντο απο σακκούλα, το σάλιο σου γινόταν κίτρινο για μέρες και με την πρώτη τζούρα παθαίνεις πνευμονοκονίαση.
Βάρδια στο ΠΝ 3 μέρες μέσα, ατσίγαρος, θεριακλής και μόνος μου (ΚΨΜ κλειστό & ΑΦ αντινικοτ) μ' ενα τέτοιο πακέτο και ούτε που το άγγιξα!
Πολύ αργότερα με πληροφόρησαν οτι MG σήμαινε Μη Γκαπνίζεις...
Ισπανικά pelota = μπάλα.