Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Σούπερ λέξη- ορισμός- παράδειγμα!

#2
GATZMAN

Αξιος Αξιος Αξιος

#3
Βασίλης-7

Σαν ένα ποτηράκι πολύ καλό pastis

#4
patsis

Ευχαριστώ παιδιά!

#5
HODJAS

Πολύ καλό!
Να συμπληρώσω ερμηνεία «τα/το μούνεψα» = τα' κανα μουνί καπέλο (Πάτρα)

#6
xalikoutis

Να παραπέμψω και στο ξετζανώνω που οντογενετικά προηγείται του μουνεύω - σημαίνει έχω σχηματίσει μια ασυνείδητη γνώση της δύναμης του μουνιού μου (ή της ψωλής μου, είναι σχετικά unisex η φράση) και αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανάλογα... μετά αναδεικνύω τη νέα μου ανακάλυψη μουνεύοντας.