Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.
- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...
6 comments
Hank
Σούπερ λέξη- ορισμός- παράδειγμα!
GATZMAN
Αξιος Αξιος Αξιος
Βασίλης-7
Σαν ένα ποτηράκι πολύ καλό pastis
patsis
Ευχαριστώ παιδιά!
HODJAS
Πολύ καλό!
Να συμπληρώσω ερμηνεία «τα/το μούνεψα» = τα' κανα μουνί καπέλο (Πάτρα)
xalikoutis
Να παραπέμψω και στο ξετζανώνω που οντογενετικά προηγείται του μουνεύω - σημαίνει έχω σχηματίσει μια ασυνείδητη γνώση της δύναμης του μουνιού μου (ή της ψωλής μου, είναι σχετικά unisex η φράση) και αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανάλογα... μετά αναδεικνύω τη νέα μου ανακάλυψη μουνεύοντας.