Είναι ηχοποίητον, εκ του τσαφ-τσουφ που έκανε το καρβουνοκίνητο τραίνο, που σκόρπιζε πάχνη ατμού...
Εξαέρωσις:
Παρακαλούνται οι κ.κ. εικονοκλάσται να εξέλθουν της αιθούσης, ίνα κάμωσιν την ανάγκην των :)
Του Ζεβεδαίου και Ευφροσύνης-Μαρίνας Γκικαπέπα το γένος Δέρπαπα.
Το είδα που το' γραψες ο έρμος κι ο στερημένος, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στο «ουρμπανέλλο»...
Φώτισον Κύριε τον δούλον Σου!
Όπως ο Μικρούτσικος, όταν παίζει πιάνο, φωνάζει «και», συνδέοντας μουσικές φράσεις...
Τζίζα: Δεν βρίσκω τί σκατά σημαίνει μπρανέλλο-α στα ιταλικά. Brandello όμως είναι το ξέφτι, το απολειφάδι.
Για δώσε τυμολόγιο.
Χαλικούτης: Ορθότατο, για τα ζούμπερα και τα «μιαρά» εν Κρήτη. Το τελευταίο το έλεγαν κι αλλού. Ζούμπερα λέγονται στην Πελοπόννησο, όλα τα ενοχλητικά ζωύφια (όχι μόνον έντομα) π.χ. και το «μολυντήρι» (=σαμιαμίδι), αν και η παράδοση το θεωρεί καθαγιαστικό του σπιτιού τελώνιο (άσε που είναι και χρήσιμο αφού τρώει τα έντομα).
(Μύδι Βράστα):
Εν ανατολή, οι γυναίκες ανεβαίνουν στα τραπέζια να χορέψουν...
Τζίζα: Δεν πιστεύω να έχουν τα μπρανέλια καμιά σχέση με τα μπρατίμια (στολίσματα-σύμβολα αδερφοποιητών/συγγενών στους αρβανιτάδες);
Γιατί απ' την Τσαμουριά στη Λευκάδα, είναι δυο δάχτυλα...
Στός!
Βλ. ιδιωματική χρήση ένθετου «και», στις εκφράσεις «και μπορεί/μπορέλι» «και μάλλον» «και θα δούμε» «και εδώ» «το και καλύτερο» κλπ.
Τζόνι:
Χότζα ακούει. Πολύ ωραίο σχόλιο. Συμφωνώ κατά το μέγιστο μέρος, διατηρώ επιφύλαξη για τον πατερναλισμό της καρικατούρας και το δικαίωμα στην εξομολογητική έκφραση (χωρίς διάθεση ελιτισμού).
Το φαγητό και τα συμπληρωματικά καρυκεύματα-σάλτσες κλπ, είναι πρωτίστως ουσίες, που κεντράρουν στο νευρικό σύστημα, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις.
Άλλες μας αρέσουν αφ' εαυτού, άλλες είναι αντικείμενο επίκτητου γούστου (acquired taste), που επιδέχονται (και προϋποθέτουν) μύηση.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η λέξη νόστιμος (<νόστος) είναι εξελικτικά αδόκιμη, αφού μας παραπέμπει μόνο στο οικείο, ξενίζοντάς μας απο εξωτικές περιπέτειες.
Τα όρια προσωπικού γούστου-περαιτέρω καλλιέργειας/αναζήτησης, τίθενται απο το άτομο, κατόπιν ωρίμου σκέψεως και κατραπακιών.
Χαν:
Συχνότατα οι καλόγεροι έδιναν στους φιλοξενουμένους τους σκεπάσματα, γεμάτα ψείρα και λίγδα, για να μην κάνουνε αρμένικη τη βίζιτα.
Άλλωστε και σήμερα το διαμονητήριο δεν έχει ισχύ για παραπάνω απο 3-5 μέρες, για να ξεκουμπίζονται οι φιλοπερίεργοι...
Καλημέρ-χαμπάρ!
Ορθότατος ο μπέτα. Η ψυχοσύνθεση του καψοκαλύβα, ασφαλώς χρήζει σινδόνης, το οποίον υποψιάζομαι οτι απέφυγε ο πολύπειρος συγγραφεύς, ένεκα διακριτικότη.
Τα παλιά τα χρόνια (στα χωριά μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα), το οικιακό παράσιτο έβραζε (ψείρα, σκώρος, κατσαρίδα, κορέοι κλπ).
Οι άνθρωποι, αφού δεν υπήρχαν παρασιτοκτόνα (ούτε καν την τρόμπα με το DDD), είτε καλούσαν το ζούδιαρη να πεί κανα ξόρκι είτε τον παπά να κάνει ευχέλαιο, προκειμένου να απαλλαγούν απ' τα ζούμπερα.
Οι δεισιδαίμονες και αμόρφωτοι γκαγκαρέοι, βούλωσαν μια τρούπα (μάλον απο σεισμό), με μια κολώνα αρχαία, προκειμένου (λέει) να μη βγαίνουνε τα δεινά κι οι διαόλοι απο 'κει μέσα. Η πλατεία σήμερα λέγεται «Φιλικής Εταιρίας»...
Οι κάτοικοι του Βατραχονησίου (νυν Παγκράτι), παραπονούνταν προ αιώνος για τη μπόχα του Ιλισσού, απ' όπου ξεπηδούσαν μιλιούνια τα ποντίκια κι οι κατσαρίδες, αφού ήταν γεμάτος ψόφιες γάτες και σκουπίδια (που οι ίδιοι σαβούρντιζαν).
Όταν μπαζώθηκε και έγινε Λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου (!) όλοι ησύχασαν.
Δεν ήταν δα σπάνιο το φαινόμενο, να κάψει κάποιος τα ρούχα του στη δημοσιά ή και να βάλει εκουσίως φόκο στο λασποκάλυβό του, τρελαμένος απ' τα παράσιτα και την αρρώστια που τον κατέτρυχε, προκειμένου να γλιτώσει απο δαύτα.
Συγγενής αυτοκαταστροφική έκφραση «καψοκαλύβας», αυτός που «αναφλέγεται» μεταφορικώς, προκειμένου να προσφέρει φιλοξενία με τη μέγιστη θερμότητα.
Πρόκειται για άλλη μια νεοελληνική υπερβολή, όπου ο αμφιτρύων υπερβαίνει βυζαντινιστικά κι αυτοακυρωτικά τα όρια μιας υποχρεωτικής φιλοξενίας, αποσκοπώντας σε ηθική εξύψωση, αφού ο ταπεινός είναι κρυπτοαλαζών.
Να μη συγχέεται με την έκφραση «θα το κάψουμε», διότι εννοείται το πελεκούδι (κούτσουρο τζακιού).
(Απ' αυτό που ανέφερε ο Αλλίβε):
Τα κορίτσια με ποθούν κι εγώ όλο τους τάζω
γιατί έχω προσόντα σαν το Σπύρο το Μπουρνάζο...
Σμόκε: Σωστός. Υπ' όψιν, οτι στο τσούρνεμα, αναφέρεται εκτενώς και ο Τσιφόρος, όπως κι ο Ζώρζ Πιλαλί σε πρόζα του με αμερικάνικες περιπέτειες.
Δεν γινόταν μόνον απο κιναίδους, αλλά και σε μπουρδέλα γυναικών, όπου ο αγαπητικός ή ένας «ποντικός» ξενοδοχείων, συνεννοημένος με την πόρνη, βούταρε το λάχανο κατά την πράξη.
Το πλεονέκτημα του τσουρνέματος, ήταν οτι το θύμα δείλιαζε συνήθως να καταγγείλει την κλοπή, διότι ντρεπόταν (ιδίως σε περίπτωση ομοσεξουαλικής συνεύρεσης ή κανά παντρεμενάκι) κι η πόρνη εξασφάλιζε το τέλειο άλλοθι.
Βλ. και την εξαιρετική ταινία «Πανικός στο Νήντλ Πάρκ», όπου ο πιτσιρικάς Πατσίνο, σε ρόλο πρεζάκια αγαπητικού, μπουκάρει στο ξενοδοχείο και τσουρνεύει διά της βίας τον έντρομο και άπραγο πελάτη, που ψώνισε την πόρνη επίσης πρεζάκι γκόμενά του, ενώ βρίσκεται στο κρεβάτι ξεβράκωτος.
Εύγε!
Πολλά γυμναστήρια ήταν (και είναι) άντρα διακίνησης ουσιών, όπλων, προστασίας κλπ.
Θυμίζω την γνωστή υπόθεση Κατσώνη, που καθάρισε τον αρχινονό της Πάτρας Παΐζη, μέρα μεσημέρι με ούζι στήν πλατεία Τριών Ναυάρχων, πριν 3-4 χρόνια.
Μετά το ξεκαθάρισμα των 4 «οικογενειών» απο ορδές εισαγγελέων και μπάτσων απο την Αθήνα, τα πράγματα ησύχασαν, αφού τα περισσότερα μέλη, για να μη φάνε κακουργηματικές ποινές, την έκαναν για Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ, που είχαν γερές βάσεις.
Συγκεκριμένα, το βουλγαρικό οργανωμένο έγκλημα, ξεκίνησε μετά το '89 απο ομαδούλες χίτμεν πρώην ολυμπιονικών αρσιβαριστών-πυγμάχων κλπ, που κάνανε παιχνίδι στα γυμναστήρια, με τη βοήθεια πρώην πρακτόρων της Κα-Γκε-Μπε, που είχαν διεθνείς άκρες και γνώριζαν τους συνωμοτικούς κανόνες κλπ.
Τυγχάνει να έχω ιδίαν άποψη.
Βλ. και τον γνωστό φουσκωτό Κύπριο αγωνιστή με τα φυσεκλίκια Ράμπο Ράμπου.
Αυτο: Δεν συμφωνώ με την οποιαδήποτε περιθωριοποίησή τους, γιατί αυτή ακριβώς είναι η αιτία, που γίνονται ουχου και ξεφτιλίζονται κι αυτοί-κι οι άλλοι ενοχλούνται.
Άλλωστε, το περιθώριο κατέστρεψε τον «Άγγελο» και εν τέλει σκότωσε τον έρμο το Σεργιαννόπουλο.
Απλά πρέπει να σοβαρέψουμε και να ασχοληθούμε με σημαντικότερα πράγματα απ' τον κώλο (και οι στρέιτ και οι γκαίη).
Αυτο:
Έχεις δίκιο, αλλά καθόλου δεν ενστερνίζομαι, απλά αφηγούμαι.
Βέβαια πολλοί απ' αυτούς, σε μυστήρια μέρη-ώρες κλπ, καταντάνε ούχου.
Ο διάλογος είναι παραλλαγή ενός πραγματικού γεγονότος.
Στην ιστιοπλοΐα, μπότζα-άρω είναι η εκούσια στροφή της πρύμνης 90 μοίρες με τον καιρό πίσω, για ν' αλλάξει κατεύθυνση στο σκάφος. Το αντίθετο είναι το τάκ=στροφή της πλώρης 90 μοίρες με τον καιρό μπρος. Με την τεχνική αυτή, επιτυγχάνεται η αλλαγή σταβέντο-σοφράνο στην πρυμνιά ή πλωριά μάσκα, αντίστοιχα και τανάπαλιν.
Μια και μου θύμισε ο Τζίζας, γνωστό ανέκδοτο:
Η γιαγιούλα πάει να περάσει τη διάβαση και της την πέφτουνε δυο τσαντάκηδες.
Την τραβολογάνε καμπόση ώρα, αλλά δεν αφήνει την τσάντα της, και φωνάζει «βοήθεια!»
Ευθύς, ξεπετάγονται απο τους υπονόμους τα χελωνονιντζάκια, που πλακώνουνε στις καρατιές τους τσαντάκηδες και τους αφήνουνε σέκους.
Αφού τελειώσανε, πάει ένα χελωνονιντζάκι να σηκώσει τη γιαγιούλα και να την περάσει απέναντι.
Η γιαγιά λέει:
-Να' χεις την ευκή μου γιέ μου!
-Τίποτα γιαγιά! Το καθήκον μας.
-Πώς σε λένε καλό μου παιδί;
-Χελωνονιντζάκι.
-Αχ! Πάντα το' λεγα, οι Κρητικοί είστε παλικάρια...
Ο μακαρίτης εστέτ Λεωνίδας Χρηστάκης, έχει γράψει το «Η δυστυχία να είσαι μαλάκας»...
Γαμεί!
Βλ. όμως και «πρεσβεία», το κελλί ή θάλαμος φυλακής που κατοικεί ο τσιρίμπασης ή οι χειρότεροι σκύλοι της φάρας...
Φταίει η γειτνίαση ρο και έψιλον στο πληκτρολόγιο ρε μαγκιόρε.
Αν δεν είσαι πεοσηλωμένος στο κείμενο...
Η τσαπέλα είναι δοχείο με σύκα.