Μια Φορντ Κορτίνα γεννημένη κάπου στα σεβεντιζ με ένα κλάξον αξέχαστο, σκέτη συναυλία, απεκαλείτο "μαρμάρω" από τον συμπαθέστατο και μακαρίτη πλέον ιδιοκτήτη της.
Εύγε για τον ορισμό, νομίζω θα χαμογελούσε ο ανωτέρω διαβάζοντάς τον.
"τουζ" είναι το αλάτι. "τουζού" είναι "το άλας του..". Εν προκειμένω λιμόν τουζού = του λεμονιού το άλας. Δια την τάξιν που έλεγε κι ο Χορν στην ταινιάρα.
Airplane! Νομίζω 1981, με τον συχωρεμένο Λέσλυ Νίλσεν ("τρελές σφαίρες") στο ρόλο του Πάτση.
Σωστός. Κατά πως τα ξέρω,η γνήσια φράση είναι καζαν΄ίν ντιμπί. επηρεάζει η γενική πτώση του "καζάν" το "ντιπ" κι έτσι προκύπτει ένα ακατανόητο υπό ελληνικά στάνταρντς μόρφωμα γενικο-αιτιατικής που μεταφράζεται ως "του καζανιού τον πάτο " και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις πτώσεις, όπως λ.χ το απαρέμφατο.
Επειδή η άχρηστη πληροφορία δεν τελειώνει ποτέ, το -p είναι σκληρό και τρέπεται στο μαλακότερο -b στην αλλαγή της πτώσης (το "ντιπ" στην ονομαστική έγινε "ντιμπί" στην αιτιατική) , όπως αντίστοιχα το -t γίνεται
-d, το -τζ (c) γίνεται τς (ç). Αυτά που για μας είναι δίφθογγοι, δια τους Τούρκους είναι μαλακότεροι ήχοι.
Στην γείτονα χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο πχ ανταμίν ντιμπί (ο πυθμένας της αντρίλας), απταλίν ντιμπί (της ηλιθιότητας), σαν να λέμε εδώ "τέρμα άντρας" και "τέρμα ηλίθιος"
Δέον να μην συγχέεται με το μπίτι μάλλον εκ του bitiriyorum (τελειώνω) ή εκ του bit (ψύλλος) αν και στην Πελοπόννησο έχω ακούσει πολλάκις να εξανίσταται γηγενής λέγοντας "μα είσαι μπίτι μαλάκας" που ακούγεται συγγενές με το "ντιπ μαλάκας"
εννοείται - δεν το 'γραψα - ότι τους καταλαβαίνω τους μοντς. Και τους ξυστοπούτσηδες, καθώς υπήρξα κι εγώ κατά καιρούς (δεν αποκλείω να ξαναϋπάρξω) κι απ'όσο μπορώ να κρίνω -τώρα, εκ των υστέρων- από ξυσταρχιδισμό πρωτομπήκα και κόλλησα στην πορεία, όταν είδα καλωσόρισμα, καλοπροαίρετες συμβουλές, πολυφωνία, άποψη κι όχι στείρα καταχώριση κτλ. με μόνα μαύρα σημάδια τον καυγά για τη βαθμολογία και την κατά συντριπτικό ποσοστό για μένα αχρείαστη λογοκρισία σε σάιτ για αργκό. Δε θα ήθελα να ανακυκλώσω τους λόγους,αλλά δεν θα το αποφύγω εντέλει. Συνυπάρχει κατ΄ εμέ το δίκιο με το άδικο. Δίκιο γιατί θα 'πρεπε όντως να πληρούνται κάποια κριτήρια που λες κι εσύ, να μην καταχωρούνται οι εσωτερικοί κώδικες μιας μικροπαρέας και οι μοδάτες ατάκες των σήριαλζ, να προστίθενται ετυμολογίες, συνώνυμα, αντώνυμα, παράγωγα εάν μπορούν να προσδώσουν εγκυρότητα στο λήμμα κλπ Άδικο γιατί όλο αυτό το σύστημα διώχνει τον ξυστοπούτση που "θέλει κι αυτός" να συνεισφέρει όπως τον προσκαλεί η αρχική σελίδα του σάιτ τις παπαριές που λέει με τον κολλητό και την εξυπνάδα που άκουσε στον Τσουβέλα. Νομίζω έχω πει και στα σχόλια, σίγουρα σε πιμι, ότι το σάιτ δεν είναι λεξικό, είναι περσότερο μια ανοιχτή πλατφόρμα κι έτσι η λογοκρισία (δε μιλώ για μπαναρίσματα που οφείλονται σε προσβολές και επιθέσεις επί προσωπικού)γύρω από το τί είναι σλανγκ πρέπει - αν πρέπει- να γίνεται με φειδώ. Κάποιος χρήστης, νομίζω ο Μιτζνούρ, είχε κάποτε υποστηρίξει με κάποια επιχειρήματα ότι η σλανγκ είναι μήτρα της γλώσσας κι ότι συνεπώς κάθε μα κάθε λέξη των κυριάρχων γλωσσών έχει ξεπεταχτεί από την κοιλιά της σλανγκ. Ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Παράλληλα θυμάμαι τον Τζήζα να ζητάει επιμόνως αληθινά παραδείγματα χρήσεων, την Ηρώ ή μάλλον την Γκαλά (τις μπερδεύω γαμώτη- η επίγευση είναι ότι και οι δύο είχαν επαγγελματική προσέγγιση στο ρόλο τους) να εξετάζει αν τα λήμματα είναι δόκιμα και λημματογραφημένα σε τρία- τέσσερα λεξικά, τον Βικάρ να προσπαθεί να ισορροπήσει τις καταστάσεις για να μη γίνουν χρήστες και μοντατόροι κώλος, τον Πάτση να εκφράζει άποψη χωρίς να τον ενδιαφέρει να γίνει αρεστός. Σαν μείγμα ήταν καλό, αφού παρήχθη έργο και μάλιστα πολύ και κάποιο από αυτό εξαιρετικό παρά τα εκάστοτε παράπονα.
Τέλος πάντων, βαρέθηκα την βόλτα στην λεωφόρο των αναμνήσεων. θα αναλάβεις κανένα πρόχειρο ρε χτήνος;
Μετοίκησα, δεν έχασα επαφή, πηγαίνω κάθε χρόνο, όχι όσο παλιότερα, αλλά πηγαίνω και τη θεωρώ πιο πατρίδα από τα άγια χώματα.
Στα καθ'ημάς.. από αυτά που ψιλοκατάλαβα, ούτε οι (προφανώς εθελοντές) μοντατόροι δεν μπαίνουν πλέον. Τουλάχιστον όχι τακτικά.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής δε με πειράζει το ξυστοπούτσι των χρηστών που μπαίνουν για χαβαλέ. Περισσότερο νοσταλγώ την εποχή που διαβάζαμε στο διάλειμμα των χαβαλέδων πολύ ωραία πράματα και νιώθαμε όλοι, ξυστοπούτσηδες και μη, αυτό το γαργάλημα της συνεισφοράς, την άμιλλα, τη ζήλεια προς τον πούστη που το λημματογράφησε πριν και καλύτερα από μας, την ευχάριστη έκπληξη να διαβάζουμε στα σχόλια ακόμα περισσότερες και εμπεριστατωμένες πληροφορίες για το λήμμα.
Αν και είσαι χτήνος λοιπόν, νομίζω σε πιάνω στο σχόλιο περί αθρωπιάς.
Για να δεις πόσο το σκέφτομαι, έχω καμιά δεκαριά πράματα στο πρόχειρο. Να σου πιμάρω μήπως αναλάβεις να με ξαλαφρώσεις;
Ρημάδι κατήντησε τω όντι..κάποτε φτυνόσαντο ορισμοί και νομίζαμε ότι βρέχει. Για ορισμούς μιλάω χτήνος, από αυτούς που είχαν κάτι παπάρια να από κάτω, όχι για παπάρια ορισμούς.
Το νησί τελευταία φορά το είδα Φλεβάρη για μια μέρα.Απ' οτι άκουσα προσφάτως, τα είχε βάλει η Ουργία με το στρατό που της έφερε κρούσματα Εξ Αχαΐας δια της ΕΣΣΟ. Ποιος θα φυλάξει όμως τις αποθήκες της ΠΑΠ και τα υψίπεδα του Α4 γαμώ την αγανάχτηση; Ο παλιός;
Χτήνος! Είναι χαρά μου να σας βρίσκω εν ενεργεία. Δε γράφουμε τίποτα να σκοτώσουμε ώρες;
...τρεις...και τον μοιρολογούσανε. Γεια σου Δον, πως πάει η καραμπίνα;
Τζουρέκι, Τζιμισκή, Τζαμαδού, τζακάλωφ...
Ήταν μια εποχή που διάφοροι -άγνωστο γιατί με τόση καύλα - επέμεναν ότι "Το Βέλγιο δεν υπάρχει". Καθώς φαίνεται, ήταν μόδα και πέρασε. Την ως άνω περίοδο, ως γνήσιος Έλλην, πεπεισμένος ότι έχουν (αυτοί, οι γνωστοί) συνομωτήσει να μας πηδήξουν με κάποιο μυστήριο τρόπο και για αυτό μας ψεκάζουν με Βέλγιο, ρώτησα τον Φανούρη, συμμαθητή, φίλο και μετανάστη στας Βρυξέλλας να μου περιγράψει λίγο τι χώρα είναι αυτή ταύτη.
Ο Φάνης- εύστοχος όπως πάντα- απεφάνθη μεταξύ άλλων, ασχέτων προς το εν λόγω λήμμα: "Το Βέλγιο είναι τα απογαμίδια των συγκρούσεων Ολλανδίας- Γαλλίας".
Δίδεται λοιπόν υπό του Φανουρίου μια διάσταση κάπως πλησιεστέρα στο μήδι του ξηροσφύρη, ότι δηλαδή απογαμίδια είναι τα απορρίμματα του σεξ, που πλέον έχουν απωλέσει την όποια χρησιμότητα μπορεί να είχαν, καθότι το σεξ ετελείωσε. Χρησιμοποιημένα και άχρηστα και χωρίς καμία επιθυμία κανενός να τα συγυρίσει, κείνται στο ερειπωμένο πεδίο της μάχης, ως ρυπαρά ενθύμια μιας ένδοξης στιγμής. Κάτι σαν το Βέλγιο δηλαδής.
Ο βράστας με πάει πίσω σε χορό μασκέ (τις καλές εποχές του ΝΟΧ και του Χανδρή ξεροσφύρησον Φόρντ) με τα μισά παιδάκια ντυμένα ζορό και τα άλλα μισά καμπόηδες.
Ωραία χρόνια, με μάσκες πλαστικές μιας χρήσης που σπάγανε στο μισάωρο, ολίγο προ της επανάστασης του λάτεξ, καψούλια, σερμπαντίνες,χαρτοπόλεμοι, τρίγωνα τυροπιτάκια και μηλόπιτα περιοπής ή ραβανί για ντηζέρτ.Οι μερακλούδες μαμάδες θα φοράγανε στον καμπόη τους και μαντήλι γύρω απ'το λαιμό, καρό πουκάμισο που συνδυαζόμενο με υφασμάτινο παντελόνι και δετό παπούτσι θα έστελνε τον Νταλί να ελαιοχρωματίζει για τα προς το ζην.
Όταν τελικά έμαθα ότι ο πιστολέρο καμπόης ήτο απλά ένα γελαδοπαίδι κι άρα αναμφισβήτητα το ορθό ήτο "καουμπόης", η παιδική μου ξενέρα ήτο τέτοιου μεγέθους που -καθώς φαίνεται- μου έχει μείνει αξέχαστη.
Το ηθικόν δίδαγμα, αν το είδε κανείς, είναι μάλλον ότι ο καμπόης δεν είναι γελαδάρης. Είναι ο (μ)πιστολάς του γουέστερν, ο Τζων Γουέην που γαμεί και δέρνει και γράφει τα γελάδια και τα λοιπά ζωντανά - μαζί και τους ανθρώπους εκτός αν παίζει καμιά ιταλοαμερικανίδα με βυζί τούμπανο στο έργο- στα παπάρια του.
Όταν πληροφορηθείς ότι είναι απλά κτηνοτρόφος- και συνεπώς καουμπόης, έχει πια χάσει όλη του την μαγεία.
Ένα "-ου" είναι η διαφορά και μολαταύτα αγεφύρωτη.
Στην Δυτική Πελοπόννησο έχω ακούσει "ρίgνει με το κανάτι" και "βρέχει γυφτόπ'λα".
Σωστός ο protnet. Συνήθως συμπληρώνεται με τις λέξεις "από τους παλιούς".
-Κωλομπαράς, χάρηκα.
-Συνάδελφος;
-Από τους παλιούς, με την καρφίτσα στο πέτο.
Τω όντι Ντον, αυτός κι αν είχε δει παπά κώλο.
Μπάρμπας συγχωρεμένος μου είπε την εξής ιστορία:
* Όταν ήμουν μικρός, (ήτοι έφηβος κάπου ανάμεσα στο 1945-50) τα τσουρέκια κι οι σοκολάτες ήταν όνειρο απατηλό. Μια μέρα πήγα στην πλατεία του χωριού που μαζεύονταν και τα άλλα παιδιά για μπάλα κι άλλος κράταγε παστέλι, άλλος γλειφιτζούρι κι άλλος γκοφρέτα. Εγώ παρακάλαγα να μου δώσουν μόνο για να δοκιμάσω, που δεν ήξερα κανένα από τα γλυκίσματα. Τότε μου είπε ένας "Με την πούτσα τη δική μας θα φας γλυκό;" Μετά έμαθα ότι είχε έρθει ένας γιατρός στο χωριό που μοίραζε εικοσάρικα για να τον πηδάνε οι πιτσιρικάδες.(...) Εμείς είχαμε στην οικογένεια άλογο και έκανα αγώγι ως την πόλη. Ήρθε καιρός κι ο γιατρός μου ζήτησε να τον πάω με το άλογο. Όταν φτάσαμε, με ρώτησε αν είχα δει ποτέ σινεμά. Τι σινεμά.. τίποτα δεν είχα δει από κοντά. Όλα από μακριά. Όμως ήμουν πονηρεμένος (και αποφασισμένος) κι όταν μου είπε να πάμε, είπα αμέσως "πάμε!". Σε μια σκηνή που ο πρωταγωνιστής φιλούσε περιπαθώς την ερωμένη του, ο γιατρός μου έπιασε το μπούτι και μου ψιθύρισε "σ' αρέσει αυτό που της κάνει;". Του είπα " έτσι όπως είμαι τώρα γιατρέ και σένα
σε κανονίζω". Κι από τότε, να τα τσουρέκια, να τα γλειφιτζούρια*
Υγ. Ο Μπάρμπας δεν ήταν, ούτε εξελίχθηκε σε γκαίη. Τουναντίον μέχρι τα γηρατειά του κυνηγούσε το αιδοίον λυσσιασμένα.
Ενδεχομένως - λέω γω τώρα- η δυσκολία να ιδείς τα πισινά τους να μην έγκειται στην εγκράτεια των καλογήρων που λέει ο Χότζας. Ίσως, πάλι λέω γω τώρα, να αφορά στις περιπτώσεις που πέφτεις στην ανάγκη τινός κι αναγκάζεσαι να ιδείς (κι ύστερα να κάνεις κιόλα) πράματα πολύ μακριά από τις αρχές σου προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος σκοπός. Το σοκαριστικόν θέαμα των παπαδίσιων γλουτών μπορεί να ομοιάζει με εκείνο το απότομο συναίσθημα, το πλήρες ενοχών που συνοδεύει το πέρας ανομολογήτων πράξεων .. αφήνω τις τελίτσες μπας και συνεισφέρει κανείς σας σχετικά σχόλια.
Ο ρομαντικός, ο αφηρημένος από έρωτα, ο χοριμπλ, ο Τζερκ, ο πουσικάκα,ο αιδοιόκοπρος, βάλε κι Επανωμή , δώσε και Θυμιανά κι όλα αυτά μαζί, ανάθεμα κι αν πιάνουν μία μπροστά στον κακαμούνια.Να ρωτήσεις τον Ψαρούδη που το λέγε συνέχεια ( κι ακόμα το λέει).
Αν και η κυρίαρχη στα λεξικά έννοια του τουρκικού baskın είναι "η αιφνίδια επίθεση", οι επικρατούσες στην καθομιλουμένη είναι "ο κυρίαρχος", "ο υπερέχων", "ο δυνάστης". Στο κάτω-κάτω, δεν κάνουν μόνο ντου οι μπασκίνες, ούτε χαρακτηρίζονται από την διακριτικότητά τους (ή τέλος πάντων από την άρτια εκπαίδευσή τους, εκείνη που τους επιτρέπει να κάνουν αιφνίδιες επιθέσεις που λέει και το πονηρόσκυλο). Κατά τα άλλα γιασάν του μάγκα που έθεσε την τούρκικη καταγωγή επί τάπητος.
όπου "σωστός Έλλην", λέγε με "Καζαντζίδη"..
(...)- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! - Φταίει ο Θεός που μας μισεί! - Φταίει το κεφάλι το κακό μας! - Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!(...) Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
[Βάρναλης- "οι μοιραίοι", 1922 από "Το Φως που καίει"]
Διδάσκεται στο μάθημα των Νεοελληνικών κειμένων της Β' Λυκείου κι όπως λέει το λυσάρι, "Το ποίημα περιγράφει την αθλιότητα της ζωής των μοιραίων, δηλαδή των ανθρώπων εκείνων που έχουν αποδεχτεί την άσχημη μοίρα τους και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν.(...)Ο ποιητής θέλει να αφυπνιστούν μόνοι τους οι μοιραίοι και να συνειδητοποιήσουν ότι για όλα τα προβλήματά τους φταίει τελικά το άδικο κοινωνικό σύστημα και κανένας άλλος.(...)Ο ποιητής διαπιστώνει ότι πρόκειται για ανθρώπους δειλούς, που δεν έχουν καθόλου αποφασίσει να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Στόχος του βασικά είναι να τους κάνει να ξυπνήσουν, να συνειδητοποιήσουν επιτέλους την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να επιχειρήσουν μια κοινωνική επανάσταση, που θα τους οδηγήσει στη σωτηρία.(...) "
Λίγο αργότερα από το σάλο που προκάλεσε (sic) η εν λόγω συλλογή, ο Βάρναλης ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης απεπέμφθη τιμωρούμενος κατά δήλωσή του "ως δημόσιος υπάλληλος ενώ είχε φταίξει ως ποιητής".
Μπορώ να θυμηθώ τουλάχιστον άλλα δύο σημεία σε συγγράμματα της Γ' Λυκείου..αφενός στην Ιστορία Δέσμης- το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, όπου ο άνθρωπος γίνεται κύριος της μοίρας του κι αφετέρου στην εισαγωγή του Επιταφίου, το πέρασμα από την υποκειμενική θεώρηση του Ηροδότου (που ανακάτευε θεϊκές παρεμβάσεις στα ιστορικά γεγονότα) στην αντικειμενικότερη παράθεση αυτών από το Θουκυδίδη, στα οποία παραδόξως η δημόσια εκπαίδευση - η ίδια που νωρίτερα απέπεμψε τον Βάρναλη, τώρα πλέον εκήρρυτε την ορθότητα της σκέψης του. Tra il dire e il fare c'è di mezzo il mare...
Γενικά, λέω γω τώρα, η Ανατολική Ρωμυλία βγάνει(έβγαζε;) θαυμάσιους ανθρώπους, έντιμους , ειλικρινείς, με έντονη παραστατικότητα στο λόγο. Πως να είσαι Έλλην σωστός, πάντοτε θύμα και ποτέ θύτης, πάντα ριγμένος και ποτέ ωφελημένος, και να τους αντέξεις;
εχτέ κιόλα το σκεφτόμανε. Εύγε! Αναρωτιέμαι αν το "(π)ανάγκασμά σε" έχει καμιά σχέση.
Τ'αγρινιώτικο 'εν το 'ξερα.
μετά από δυόμιση χρόνια που η μητρική παραμένει υγιής κι έχει ήδη αλλάξει μνήμες και δίσκο, θαρρώ πως μπορώ με ασφάλεια να την αποκαλώ φαρμακομούνα.
μπα(ρ)μπαδισμός το δίχως άλλον (ε, ναι). Πετυχεσhά όμως ο ορισμός, εύγε. Εν Τουρκία(ι) το εν λόγω μαντζούνι χρησιμοποιείται για το στομάχι, με γεύση απαισιοτάτη.
Τέσπα για να μην ειπείς τίποτα χειρότερο σαν τον αθυρόστομο τον Ντράι, καλό είναι. Θέμα αρχών, μαντεύω, και ενδεχομένως κατάλοιπο μιας ρομαντικής εποχής που το βρίζειν θεωρείτο μπασκλάς.
"(...)Στην Πελοπόννησο πάντως το "ξεθερμίζω" χρησιμοποιείται με περισσότερη λογική κι αφορά στη διαδικασία υποβοήθησης εξαγωγής του ελαιολάδου από τον πολτό της ελιάς που σχηματίζετο. Ο εν λόγω τοποθετείτο σε πανιά, ανυψώνετο και στη συνέχεια καταβρεχόταν με αχνιστό νερό(ξεθερμιζόταν) για να βγάλει όλο το λάδι, το οποίο μείγμα λαδιού-νερού κατέληγε σε πέτρινη -συνήθως- λίμπα (δεξαμενή -κι εξού βγαίνει και το "γίναν όλα λίμπα") όπου λόγω ειδικού βάρους ήταν σχετικά εύκολο να διαχωριστούν."
σχόλιο αποδωπά
Στην Πελοπόννησο -ενώνω μακρινές τελείες τώρα- θαρρώ πως το αντίστοιχο (από πλευράς τεχνοτροπίας και νοήματος) είναι η "κατσουλογαμίστρα". Τουλάχιστο έτσι κατάλαβα σε επίκαιρη συζήτηση περί συγκομιδής ελιών(ε) σε κάτι "απόμακρες κι άνευ σπουδαίας απόδοσης ριζούλες" (=κατσουλογαμίστρες, ούτως ειπείν). Εξυπακούεται ότι απαντάται και ως γατογαμίστρα.
"(...)μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας(...)"
Κι όπως μόλις απήγγειλε ωσαύτως από "το κορμί και το σαράκι" του Χριστιανόπουλου η συριζαία κοιν. εκπρόσωπος Γεροβασίλη για να περιγράψει το δημοψήφισμα ως ρεβανσισμό έναντι των Ευρωπαίων:
"καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος"
Ενόμισα ότι άμα είναι μοναχός του, παναπεί ότι δεν έχει ομοιδεάτες οπότε πρέπει να λέγεται μεν(ω)ευρώπης > μενευρώπης δλδ επειδή υπερτερεί το "κ" του "δ" και το γκου του μπου κι όλο μαζί του ντου.
..δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί να αναφέρεται κανείς στον μενευρώπη ως υποσύνολο του συνόλου, με γιουαντερσταίνεις. Άμα είναι να φτιάσουμε καινούργιο πράμα, θέλει κουβέντα και μεράκι.
με δεδομένο ότι όποιος δεν έχει τίποτα να χάσει είτε εντός ή εκτός Ευρώπης,άρα δεν κατεβαίνει Σύνταγμα, οι παρόντες αγανακτισμένοι προσομοιάζουν στους "ξεσηκωθείτε αδέρφια να βγούμε στους δρόμους- με ρόλεξ στα χέρια- με γούνες στους ώμους" (α.κ.α "βρέχει στη φτωχογειτονιά και το κοχίμπα σβήνει")του Χαρυ του Κλύν.
Ενικός μενευρώπης; ή μενουμευρώπης; ή δεν έχει;
Γειά σου Χτήνος. Το είδα, δεν το χω ακούσει, σίγουρα θυμίζει κάτι από (sic).
Το "εμένα βρήκες" δεν προϋποθέτει - αλλά δεν αποκλείει κιόλα- να πέσει καμιά ροχάλα. Μπορώ να σκεφτώ σενάριο φερ' ειπείν όπου απατεωνίσκος βήχει ντεμέκ δίπλα σου και παράλληλα ζητάει και "μια βοήθεια" και του απαντάς - λέμε τώρα- "εμένα βρήκες να ψοφήσεις;" (ταιριάζει εν προκειμένω να αποδοθεί και σε ενεργητική και σε παθητική φωνή το "ψοφήσεις")