Έξυπνος, σκληρός κι αποφασισμένος, είχε ανθρώπους παντού· στην κοριτσιέρα της περιβόητης Καρεκλούς που ήταν πέρασμα για τους μόρτες, στην άλλη της Αρχόντως, στου Βιτζιλαίου το μαγαζί που χόρευε η πανέμορφη Μαριγάμπα, στου Κρανιδιώτη που εμφανιζόταν η Αμέλια, στης Γιαννούς, στης Λαρύγγως, στου Μιχαλόπουλου με τον γίγαντα μπράβο, 2,15 μπόι, που ήταν δοτής του, στου Μπέη και σε κάθε δυσπρόσιτη κι επικίνδυνη τρύπα που ήταν σχεδόν αδύνατον να εισχωρήσει άλλος αστυνομικός.
Διονύσιος Χαριτόπουλος, Πειραιάς βαθύς, Τόπος, Αθήνα 2018
Επίσης παλαιότατη χρήση βρίσκουμε το 1862 στον Καρπάθιο του Σωτήρη Κουρτέση, που αναπαράγεται σε άρθρο του Νίκου Παντελίδη που φιλοξενεί ο Σαραντάκος στο πλαίσιο μελέτης της παλαιο-αθηναϊκής ποικιλίας. "Μακάρι να ήσασθίνε στο νύχι μας εμάς των παλαιινώνε (μακάρι να μας φτάνατε στο μικρό μας δαχτυλάκι)! Στο τσαιρό μας, τσυρά μου, -σα θέλεις να το πω τσιόλας- δεν ήτανε έτσι ξεμπουρδουλεμένα (αναίσχυντα, με ελευθεριάζουσα συμπεριφορά) τα θηλυκά, σαν καμπόσα που λιέπω τώρα".
To Λεξικό του Γεωργίου Κάτου το ετυμολογεί από το σούρνω.
Βρέθηκε η ετυμολογία που αντικαθιστά την παπαρετυμολογία του G-man.
Εδώ σε κείμενο στην Απογευματινή το 1926 ως αβέρτα χαρακτηρίζεται ακόμη και η φυλακή, όταν δεν είναι και τόσο κλειστή, να 'ναι καλά τα κυκλώματα.
Τέλειο! Ανήκει και αυτός στους πολλούς αφελείς ρούληδες.
Η λέξη μαρτυρείται από το 1901, βλέπε σημείωμα Νίκου Σαραντάκου.
Υπάρχει η πιθανότητα να μην ετυμολογείται από το κοράκι αλλά από το τουρκικό kurak = ξερός και να συνδέθηκε παρετυμολογικά με το κοράκι. (Δες).
Ahuacatl είναι οι όρχεις και το φρούτο αβοκάντο στη γλώσσα Ναχουάτλ των Αζτέκων, επειδή τα αβοκάντο μοιάζανε με όρχεις στους Αζτέκους, και ahuacamolli είναι η αρχική ονομασία της σάλτσας που μετά την είπαν γουακαμόλε. Το γουαγαμιόλι κάπως μας επαναφέρει στην ετυμολογική απαρχή της σημασίας της λέξης!
Plot twist: Η λέξη προέρχεται από λέξη που σημαίνει αρχίδια. (Δες).
Ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το g
"Ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το g(Δες).
Σχετικό άζμα