Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Έξυπνος, σκληρός κι αποφασισμένος, είχε ανθρώπους παντού· στην κοριτσιέρα της περιβόητης Καρεκλούς που ήταν πέρασμα για τους μόρτες, στην άλλη της Αρχόντως, στου Βιτζιλαίου το μαγαζί που χόρευε η πανέμορφη Μαριγάμπα, στου Κρανιδιώτη που εμφανιζόταν η Αμέλια, στης Γιαννούς, στης Λαρύγγως, στου Μιχαλόπουλου με τον γίγαντα μπράβο, 2,15 μπόι, που ήταν δοτής του, στου Μπέη και σε κάθε δυσπρόσιτη κι επικίνδυνη τρύπα που ήταν σχεδόν αδύνατον να εισχωρήσει άλλος αστυνομικός.

Διονύσιος Χαριτόπουλος, Πειραιάς βαθύς, Τόπος, Αθήνα 2018