Βράστα, ήθελα να σε ρωτήσω και πριν: Καλή και σλανγκικά ορθή η βάσω, αλλά κανονικά δεν θα'ταν η βασού;
Μπακλαβωτό κατά Γεωργίου και φαίνεται να'χει επικρατήσει σαν φράση. Δεν λέω ότι είναι απαραίτητα σωστό ή λάθος, απλά το αναφέρω. Παλιότερα είχα την ίδια ακριβώς απορία με τη Μες.
Και τα δύο είναι, απλά το μπακλαβαδωτό είναι πολύσημο.
Και γεννάω = αφοδεύω, (κν.) χέζω. Διάολε, γιατί λείπει;
Trivia ένατης τέχνης: Ως παγωτατζήδες (με βάση τις ενδυματολογικές προτιμήσεις που αναφέρει η iron) εμφανίζονταν οι βασικοί χαρακτήρες των century babies, ήτοι Elijah Snow, Jenny Sparks και Doctor Axel Brass στα κόμιξ Planetary και The Authority του Warren Ellis.
Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας :)
Υπάρχει κι ο Argy των Nightstalker (τσεκάρετε μύδι). Ρε λες...;
Λιμπροκοντόρος: ο μικροαστός θαμώνας του Λίμπρο Ντ' Όρο δηλαδή;
Έβαλα ένα άρθρο που θεωρώ αξιόπιστο με βάση αυτά που έχω διασταυρώσει όσον αφορά τα περί turbofolk. Επιφυλάσσομαι για τα υπόλοιπα βαλκανικά ιδιώματα γιατί δεν τα'χω ψάξει. Παίζουν κάτι αρθράκια στη βίκι, αλλά είναι τουλάχιστον ελλειπή. Όσον αφορά το σκυλάδικο, ότι μπορεί να δώσει ο καθένας ας δώσει, εγώ τουλάχιστον δεν διαθέτω στοιχεία αλιευμένα εκτός διαδικτύου.
Εσύ τι λες ρε Χότζα για όλ'αυτά;
(Το'ξερα ότι θα σ'ενδιέφερε, μη με ρωτήσεις πως...)
Αλάριχε, έχω ήδη αναφέρει τις ενστάσεις μου. Δεν τις συμμερίζεσαι δικό σου θέμα, και έχεις κάθε δικαίωμα. Τσάκω όμως και το σχετικό αρθράκι, αν και δέχομαι τ'ότι ίσως να μην είναι αξιόπιστος φορέας πληροφοριών. Μια φορά πάντως συμφωνεί και μ'αυτά που μου'χουν πει Σέρβοι και Κροάτες σχετικά με το ζήτημα. Ούτε κι εγώ είμαι γνώστης, αλλά τουλάχιστον ρώτησα πριν αποπειραθώ να βγάλω πόρισμα. Κι όπως και με τα δικά μας σκυλάδικα, έτσι κι αυτά αναφέρεται πως αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του '70 πριν φτάσουν την απήχηση που είχαν απ'τα τέλη της δεκαετίας του '80 κι έπειτα -και αναπτύχθηκαν πάνω στη δική τους παραδοσιακή και «λαϊκή» μουσική.
Μην αποκλείεις την παράλληλη ανάπτυξη, δεδομένου του αμιγώς κοινωνικού και ενίοτε πολιτικού χαρακτήρα της δημιουργίας και προώθησης τέτοιων μουσικών ιδιωμάτων -όπως ακριβώς έγινε και με την περίπτωση των λαϊκών και σκυλάδικων της επταετίας, αλλά και των διαφορών μεταξύ του δικού μας σκυλάδικου και των ομολόγων βαλκανικών ιδιωμάτων.
Τώρα θα μου πεις γιατί κάνουμε ολόκληρη αυτή τη κουβέντα; Έτσι. Μ'αρέσει το θέμα, κι όπως είπε κι ο Τζίζα, δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή μελέτη του θέματος σε εγχώριο αλλά και σε βαλκανικό επίπεδο, με αντιπαραβολή των στοιχείων όπως π.χ. δισκογραφία, συνθετικές επιρροές κλπ.
Ξαναλέω, χωρίς καμία διάθεση αντιπαράθεσης απ' τη δική μου μεριά, πως αν έχεις κάποια πηγή υπόψη σου, πόσταρε την. Μ'ενδιαφέρει το θέμα. Κι ας ξεφεύγει απ'τη σλανγκ.
Το θέμα είναι το πανηγυρτζίδικο-πανηγυριώτικο, ξεφύγαμε λίγο... αλλά δεν πειράζει, μεσ' τη κουβέντα λέγονται πολλά ενδιαφέροντα πράγματα.
Η όλη ιστορία είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο ιδίωμα είναι 100% νάτσουραλ γκρικ πρόντακτ που μεταλαμπαδεύτηκε στα ευρύτερα βαλκάνια, ή αν πρόκειται για ευρύτερο βαλκανικό ιδίωμα λόγω των τσιγκάνικων καταβολών του. Εκτός κι αν εξετάζουμε το πανηγυρτζίδικο ως μετεξέλιξη του σκυλάδικου, οπότε πάει αλλιώς το πράγμα. Κι αυτό είναι που μου φαίνεται φλου, γιατί δεν μιλάμε για καθαρόαιμο σκύλο, αλλά για μπασταρδεμένο παραδοσιακό, με ρυθμούς που ακούγονται και σε άλλες παραδοσιακές βαλκανικές μουσικές.
Απ' την άλλη, θα δεχόμουν το σκυλάδικο ως παρηκμασμένο ρεμπέτικο πιο εύκολα αν δεν υπήρχε το χρονικό κενό μεταξύ των δύο, αλλά και η διαφορά του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα δύο είδη. Δεν μπορώ να σκεφτώ διακριτές ομοιότητες ανάμεσα στο λουμπεναριό των δεκαετιών '60, '70 και '80 και του αντίστοιχου κοινού του ρεμπέτικου δύο, τρεις και τέσσερις δεκαετίες πριν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη ίσως, αλλά δεν αποκλείω τίποτα. Αλλά και συνθετικά είναι αλλού το ρεμπέτικο σε σχέση με το σκυλάδικο, οι επιρροές και οι τεχνοτροπίες είναι άλλες, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα.
Δεν μπορώ να πω ότι με πείθεις. Το πανηγυριώτικο στα καθ'ημάς -βάσει του ορισμού που προτείνεις, και του λήμματος ντηλέυ του τζίζα- δεν ξέρω κατά πόσο ανάγεται στη δεκαετία του '50. Βασικά, νομίζω ότι το '70 έσκασε μύτη, και αν δεν κάνω λάθος, ήταν ήδη διαδεδομένο στις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων. Κι αυτό λόγω των τσιγγάνικων καταβολών του ιδιώματος.
Τον χαρακτηριστικό ήχο τον κάνει ο εξοπλισμός που χρησιμοποιεί, αλλά ούτε κι αυτός ήρθε πρώτα εδώ και μετά έφυγε στα υπόλοιπα Βαλκάνια.
Μ'άλλα λόγια, εσύ απλά το στηρίζεις στην υπόθεση πως ότι κι αν έβγαινε στην Ελλάδα, αμέσως το παίρναν κι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι. Εμένα τουλάχιστον πολύ φλου μ'ακούγεται αυτό.
Το ρεμπέτικο με το σκυλάδικο ουδεμία σχέση, ούτε σαν στυλ, ούτε σαν νοοτροπία, ούτε σαν κοινωνικό φαινόμενο. Μιλώντας πάντα για το αυθεντικό ρεμπέτικο.
Τεσπα, κουβέντα κάνουμε...
Σωστός όσον αφορά το τσιγγάνικο της καταγωγής του ιδιώματος, αλλά δεν βλέπω τεκμήρια που να αποδεικνύουν πως πρώτα στήθηκε Ελλάδα και μετά έφυγε στα ευρύτερα Βαλκάνια. Κι αυτό γιατί τουλάχιστον τα turbofolk αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα ελληνικά, γνώριζοντας τη μεγαλύτερη ακμή τους στην περίοδο του Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Κάποια πολύ γνωστά χιτάκια δικών μας τραγουδιστών είναι διασκευές turbofolk, όπως και τα αντίστοιχα αρχοντορεμπέτικα ήταν διασκευές ινδικών, αιγυπτιακών, αραβικών κλπ. Και αυτό το ξέρω κι εγώ με σιγουριά, γιατί έχω μπόλικα turbofolk στη δισκοθήκη μου.
Αν έχεις κάτι υπόψη σου, πόσταρε το. Μ'ενδιαφέρει.
Σημειωτέον πως δεν είναι καθόλου αμιγώς ελληνικό φαινόμενο, αλλά περισσότερο βαλκανικό. Τσεκάρετε τα αντίστοιχα σερβικά turbofolk, και τα πανηγυρτζίδικα αλβανικά που είναι ακριβώς το ίδιο στυλ. Τώρα, ποιός το πήρε από ποιόν, θα σας γελάσω...
Εγώ πάλι θα'λεγα πως η έκφραση αυτή αναδεικνύει παγκόσμιες και πανανθρώπινες αξίες, σε μικροκοσμικό και μακροκοσμικό επίπεδο...
Εγώ πάλι το'χω ψιλοακούσει ως συνώνυμο -σε υπερθετικό βαθμό- του «τα σπάει» γενικά, κι όχι απαραίτητα αναφορικά με γκομενοκαταστάσεις. Όπως π.χ. κάτι πολύ γαμάτο που σε στέλνει αδιάβαστο. Θεωρώ πως ο υπάρχων ορισμός πρέπει να συμπληρωθεί και μ'αυτή την έννοια.
Ε, ο γκούκλης δεν τα'χει κι όλα, κι αυτό δεν αφορά μόνο εκφράσεις-λέξεις-ορολογίες της ελληνικής.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις στο ασφαλιστικό, η ρήση πλέον διαμορφώνεται ως «ο μη χήρος βέλτιστος»...
Το'χω ξαναγράψει, θα το γράψω και τώρα.
Τα σχόλια, αρνητικά ή θετικά, είναι πολύ πιο εποικοδομητικά απ'οποιαδήποτε βαθμολογία.
Ευχαριστώ.
Πολύ ψαγμενιά ο Νικολαϊτισμός... που κάνουν τις λειτουργίες;
Μεσισμός ή Μες-σεισμός; Ιδού η απορία...
Khan, μεταγραφή το ξέρω και στις δύο περιπτώσεις. Έτσι κι αλλιώς, τα άκλιτα δάνεια διατηρούν τη προφορά τους στη γλώσσα-πηγή όταν μεταγράφονται με ελληνικούς χαρακτήρες. Ντεντ μιτ το λένε εις τας Ανγκλετέρας, ντεντ μιτ (ή και μητ) το γράφουμε εδώ. Δεν ξέρω ούτε και έχω ακούσει ποτέ να αποκαλείται αλλιώς (δηλ. με άλλον όρο). Επιφυλάσσομαι να το τσεκάρω μόλις βρω ευκαιρία.
Το δεύτερο μύδι παίζει να'ναι αβυζαλέο πάντως. Για σουτιέν-απάτη το κόβω, αλλά θα'θελα και μια γυναικεία γνώμη επί του θέματος...
Έπιασα στο μύδι. Τώρα θα πιάσω και τον ομώνυμο ραδιοφωνικό σταθμό...
Πέστο εξελληνισμό της δάνειας λέξης και είσαι εντάξει...
Επίσης, το hedge όντως αποδίδεται και ως αντασφάλιση, αλλά η πιο σωστή του απόδοση είναι αντιστάθμιση. Αντιγράφω από το χρηματοοικονομικό-τραπεζικό-εμπορικό λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη:
I 2. Αντιστάθμιση. Αντισταθμίζω. Παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να εξουδετερώσω (αντισταθμίσω) τυχόν μελλοντική ζημία από διακύμανση των τιμών (σε περίπτωση που έχει αναληφθεί υποχρέωση για μελλοντική αγορά ή πώληση).
Η αντιστάθμιση επιτυγχάνεται με το κλείσιμο αντίθετης πράξης, δηλ. αν η υποχρέωση αφορά μελλοντική πώληση με καθορισμένη από τώρα τιμή, γίνεται αντίστοιχη αγορά του ίδιου αγαθού στην ίδια τιμή με αυτή της πώλησης και έτσι η συναλλαγή διασφαλίζεται από τον κίνδυνο διακύμανσης των τιμών. Χρησιμοποιείται και στις αγοραπωλησίες συναλλάγματος. Το σύστημα επινοήθηκε γύρω στο 1973, μετά τη κατάρρευση του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών που είχε επιβληθεί με τη συνθήκη του Breton Woods (Χρυσοβιτσιώτης-Σταυρακοπούλου, 2006: 526).[/I]
Αν και ο Βράστα τα εξηγεί πιο απλά όλα αυτά, ελπίζω ωστόσο να σε κάλυψα.
Ε όχι κι Αγιατολάχ ρε φίλε...τεσπά, πέστο μεταγραφή και είσαι οκ, που να μπλέκεις με ορολογίες τώρα...
Ο Μπάμπης έχει ένα λήμμα ομπρέλα για το άσχημα, χωρίς όμως να περιλαμβάνει τη σημασία που έχει στις εκφράσεις των παραπάνω σχολίων. Τουλάχιστον στη δική μου έκδοση, που δεν ξέρω ποιά είναι. Ωσεκτούτου, εγώ λέω γκόου φορ ιτ.
Κανονικά θα μπορούσα να γκόου φορ ιτ εγώ ο ίδιος, αλλά δηλώνω χωρίς ντροπή πως δεν το'χω με τα μέινστριμ λήμματα. Τα δικά σου τα διαβάζω πολύ ευχάριστα πάντως.
Άσχετο, φλασιά. Το άσχημα με την έννοια που δίνεις στο σχόλιο σου, μήπως πρέπει να λημματογραφηθεί κάποια στιγμή; Πάρε π.χ. το μετράει άσχημα...
Τζίζα, σε ρώτησα ακριβώς επειδή θεωρητικά θα μπορούσε να υπάρχει σαν λέξη με την έννοια του μπροστά/ προχώ/ αβανγκάρντ γουατέβα. Αλλά πάλι, η μόνη μπροστινιά που δίνει ο γκούγκλης είναι η μπροστινιά μασέλα της θείας...
Δηλαδή, μπροστά είναι συνώνυμο του προχώ. Τώρα ως μπροστινεύω και ως μπροστινιά, υφίστανται όντως ή ήταν έμπνευση;
Πάντως, για εμένα, η ατάκα «δεν έχω ούτε ένα γκασμά να σκάψω τον τάφο μου» είναι κλάσεως χιλιετίας και βάλε...
Πλάκα-πλάκα, δεν ανεβάζει κανείς και το Γεωργίου σπίκινγκ(ή σπήκινγκ/speaking) που'χει αυτονομηθεί και σαν έκφραση; Έτσι για το φολκλόρ δηλαδή...