Κοίτα, η ορθογραφία δεν είναι το ατού μου (καθότι έχω και φλεβίτιδα παναπεί) και είναι αλήθεια πως όταν βάζω το ορθογραφικό μηχανάκι, παίρνει φωτιά ο επεξεργαστής, αλλά δεν μπορώ να δω πουθενά στο κείμενο τις λέξεις «κύριος» και «χρυσή».
Οπότε:
α) δεν αναφέρεσαι σε 'μένα, οπότε ΟΚ,
β) το έκανες για να με ψαρώσεις (και όπως κατάλαβες τα κατάφερες άψογα), οπότε ξανά ΟΚ,
γ) το έκανες για να γελάσουμε οπότε ξανάμανα ΟΚ (και χεχεχε!)
δ) δεν βλέπω την τύφλα μου, οπότε θέλω οφθαλμοdoctor
ε) έκανες λάθος, οπότε (επανέρχομαι) ΟΚ#3
και τέλος
στ) σκοτεινές δυνάμεις συνωμοτούν εναντίων μου, προσπαθώντας να με ξεβρακώσουν και να φανερώσουν τον πραγματικό ορθογραφικό μου εαυτό, οπότε εδώ έχουμε σοβαρό πρόβλημα...
Τι διάβολο, μόνο εγώ το ξέρω σαν ένα στυλ σεξουαλικού υπονοούμενου; που σημαίνει κάτι σαν μανίτσα μου, κουκλίτσα μου και τέτοια αλλά με πιο πολύ περισσοτερότερη σεξουαλική λιγωμάρα. (Για να το βάλω στο πρόχειρο...).
«...Επική παράθεση αγγλοελληνικών εκφράσεων» (The Wall Slang Journal)
«Είναι ένα λεξικό από μόνο του...» (The New Slang TIMES)
«Μανιφέστο!» (Ο Ριζοσλάνγκστης)
«πωωω, τις κάλτσες του είπε ο άνθρωπος!» (Χάρυ Κλύν)
Της έχει γίνει ζάντα δηλαδή...
Ο εκάστοτε εκαβίτης που έχει υπηρεσία και παίρνει περιστατικό Ρ1, μπορεί επίσης να πει ότι σκόραρε ή ότι έβαλε γκολ.
π.χ.:
- [I]Πως πήγε εχτές; ήρεμα;
- Χαλαρά. έβαλα κι ένα γκολάκι...
- Έλα ρε μαλάκα! Ρ1; μη μου πεις!
- Τι να μη σου πω, αφού στο είπα...[/I]
σστότατος!
Από την εμπειρία μου στο χώρο ξέρω ότι η μούφα είναι υδραυλικό συνήθως εξάρτημα, κυλινδρικού σχήματος με σπείρωμα και από τις δύο άκρες και χρησιμεύει στην ένωση σωλήνων ή άλλων υδραυλικών εξαρτημάτων.
Όταν το σπείρωμα είναι στην εξωτερική μεριά του κυλίνδρου ονομάζεται αρσενικό σπείρωμα ενώ αν είναι στην εσωτερική ονομάζεται θηλυκό, έτσι σε μια μούφα έχουμε τους συνδυασμούς αρσενικό - θηλυκό, θηλυκό - θηλυκό και αρσενικό - αρσενικό.
Τώρα για την στεγανοποίηση στις ενώσεις των σωλήνων, αυτό το «σαν μαλλί» πολύ πιθανών να το λένε και μούφα, άλλα είναι επίσης γνωστό και σαν «καννάβι» και αυτό γιατί (χωρίς να τον κόβω) παλιότερα, αλλά μπορεί ακόμα και σήμερα (που ούτε γι΄αυτό είμαι σίγουρος), παρασκευαζόταν από την ινδική κάνναβη.
Σε γενίκευση πάντως μούφα ονομάζεται οτιδήποτε ενώνει δύο κομμάτια, από ένα καλώδιο μέχρι μια γέφυρα (;) και από τη «μούφα» βγαίνει και το ρήμα «μουφάρω» που σημαίνει φυσικά «ενώνω».
Αυτά.
@ΑΝ21 Γι' αυτό τα ονόμασα συνώνυμα και όχι ταυτόσημα.
Όπα! τι; κοπί το πίτα είναι το κείμενο;!
Άραγε το «δικέ» (όπως και δικός, δικιά, δικό, δικά) μόνο του, χωρίς μου-σου-του, πως μπορεί να στέκει; πια η ετυμολογία του;
Όπως τα γνωστά, στη συνομοταξία μου, συγκροτήματα Sex Kennedys και Dead pistols...
Ωχ! φωτογραφίζω, φωτογραφίζει τάλε κουάλε! Φτού! @$#&%^#!!
Λατρεύω τα νησιώτικα του Παπάριου!
Εδώ Mes έχω γίνει πραγματική slangoσαύρα...
Βλ. και φλούδα.
βλ. και ζάντα.
Όπως είχε πει και ο Αντώνης Πανούτσος σε κάποια του, εκπομπή, με τη λέξη αυτή μπορείς να περιγράψεις ολόκληρο κινητήρα με κάθε λεπτομέρεια!..
Εδώ μέσα γίνονται πράγματα και θαύματα!