Α, το γιασάν που έλεγα παραπάνω, είχε προφανώς επαινετική σημασία στα τούρκικα, για να καταλήξει στα ελληνικά ψιλό γαζί.
Αντίστοιχα, οι τουρκομαθείς του σάιτ μπορούν εδώ να διαπιστώσουν ότι η ελλ. λέξη παλληκάρι έχει σαφώς μειωτική/απαξιωτική έννοια στα τούρκικα, καθώς μεταξύ άλλων σημαίνει τον χέστη ρωμιό.
Όπως στα καθ' ημάς το τσογλάνι σημαίνει αυτό που ξέρουμε, ενώ δε νομίζω ότι το οθωμ. iç oğlan = νέος εσωτερικής υπηρεσίας, προαλειφόμενος για διοικητικά αξιώματα (και πουστράκι του σουλτάνου μεταξύ άλλων) ήταν κάτι λιγότερο από τίτλος τιμής και όνειρο πολλών οθωμανών υπηκόων...
Αυτά εξ ανατολών.
@ πατσμαν :
[I]«Μήπως δεν υπάρχει ο τύπος ζήθι;»
«Ο τύπος ζήθι υπάρχει και αυτός σε πολλές αναφορές»[/I]
Οταν αποφασίσεις θα σε κεράσω ένα ζύθο :-P
@ Χοτζ : Ο αξιοδάκρυτος Δακρυτζίκος ήτανε.
Θα έλεγα ότι το γιασάν του παραδείγματος, το οποίο έχει παλαιόθεν περιπαικτική χροιά όπως λεει κι ο Χόντζουλας παραπάνω, προέρχεται από το τουρκ. yaşa = ζήθι (ζήσε / να ζήσεις, για όσους δεν το λαλάνε το των αρχαίων ημών). Και μάλλον ξεκίνησε ως πραγματικός έπαινος για να καταλήξει κοροϊδία.
Πάντως το γιασάν γουγλίζεται πολύ εύκολα, και ως λήμμα δεν το 'χουμε. Οσοι πιστοί...
Τη λέξη τη θυμάμαι από πιτσιρικάς, δεκαετία '70, από κάποιο τεύχος του μικυμάου, όπου είχε χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τα πλούτη του Σκρούτζ.
Το κοίλο μέρος της κουτάλας, εκεί που μπαίνει το φαΐ δλδ, δεν καίει, πάτσμαν. Το πώς γίνεται αυτό περίμενε μερικές δεκαετίες και θα το μάθεις :-P
(μου το γάμησες ωρέ)
Αντε, να πω κι εγώ ένα (κομματάκι πολιτικό):
Πάει κάποιος απάνω, χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει ο Πέτρος και τον τσεκάρει στο κομπιούτερ. Του λέει λοιπόν, ΟΚ, για εδώ είσαι, αλλά επειδή πρέπει να πεταχτώ επειγόντως στην Κόλαση για κάτι δουλειές, θα πρέπει να περιμένεις κάνα μισάωρο στο θυρωρείο. Λέει ο τύπος, αφού είμαι για εδώ ετσι κι αλλιώς, πειράζει ναρθω και γω στην Κόλαση μαζί σου να ρίξω μιά ματιά να δω τι παίζει; ΟΚ, έλα.
Πάνε κάτω, ανοίγει η πύλη και μπαίνουνε. Οπου η Κόλαση είναι μια απέραντη πεδιάδα όπου κατά τόπους υπάρχουν καζάνια στα οποία βράζει καλό φαγητό, και γύρω τους είναι μαζεμένος κόσμος ο οποίος είναι κουρελής, ταλαίπωρος, χλομός, μίζερος, κακοζωισμένος, δυστυχής δλδ και του φαίνεται. Και βεβαίως περιμένει με αδημονία να φάει. Ο καθένας τους κρατάει μιά κουτάλα με τρίμετρο χερούλι, την οποία μπορεί να πιάσει μόνο από την άκρη γιατί το υπόλοιπο χερούλι είναι ερυθροπυρωμένο. Και φυσικά, με αυτό το εργαλείο δεν μπορεί κανείς να φάει, οπότε είναι όλοι δυστυχείς.
Τελειώνει ο Πέτρος τις δουλειές του και ανεβαίνουν πάνω. Καθαρίζουνε με τα διαδικαστικά και βάζει τον άνθρωπο μέσα να του δείξει τον Παράδεισο. Ο οποίος είναι επίσης μιά απέραντη πεδιαδα, αλλά πιό ωραία και πιό πράσινη, τι σκατά, παράδεισος ήτανε στο φινάλε, όπου το σκηνικό είναι ακριβώς το ίδιο, με τα καζάνια του φαγητού, τον κόσμο γύρω τους και τις ίδιες τρίμετρες ερυθροπυρωμένες κουτάλες. Μόνο που εδώ ο κόσμος είναι ροδοκόκκινος, χορτάτος, γελαστός, ευτυχής με δυό λόγια.
Μα καλά, ρωτάει ο άθρωπας, αφού το πράμα είναι ακριβώς ίδιο εδώ και κάτω, γιατί αυτοί εδώ είναι μιά χαρά και οι άλλοι είναι στη μιζέρια; Ποιά είναι η διαφορά Κόλασης και Παράδεισου;
Εδώ στον Παράδεισο, του λέει ο Πέτρος, τους έχουμε μάθει να ταΐζει ο ένας τον άλλο.
Τουλάστιχον τέλη '70-'80 λεγόταν και ο μπόλντορας (από το Bol d' Or, γουγλίστε το γιατί βαριέμαι να λινκάρω...)
Σιγά θείο, αυτά που έγραψα επί του (όχι δικού μου) λήμματος δεν τα έχει ο Τριαντάφυλλος. Ωσεκτουτού, δεν θα παραστώ στην απονομή :-)
(Ίσως στα σελτζουκικά, γιατί στα οθωμανικά το υποβρύχιο λεγόταν μπαμπές-παπόρ, ενώ σήμερα στους κύκλους των μορφωμένων και ευρωπαϊστών τούρκων τείνει να επικρατήσει ο όρος μπουρμπουλήθρ-κουτί.)
Πάντως για τον μπερμπάντη εδώ μαθαίνουμε ότι το ιταλ. birbante = άτομο πανούργο, μοχθηρό, ανέντιμο, απατεώνας, λωποδύτης αλλά και εξυπνάκιας και αυθάδης νεαρός (ως αστεϊσμός) προέρχεται από το παλαιογαλλικό bribe = κομμάτι ψωμιού που δινόταν ως ελεημοσύνη στους ζητιάνους. Οπότε ο μπερμπάντης αρχικά είχε την έννοια του ζητιάνου / αλήτη.
Το ίδιο παλαιογαλλικό bribe στα αγγλικά του 14ου αι. εκτός από την παραπάνω έννοια απέκτησε και την έννοια του κλεμένου αντικειμένου, για να καταλήξει από τον 15ο αιώνα στις έννοιες δωροδοκία / δωροδοκώ. Εδώ.
Πού'ντα βρε να συνδικαλιστούμε επιτέλους :-P
Σχολή εδημιούργησα ο πούστης.....
Προφ, Γκατζ.
Εμ πέστο βρε Σεσηπυία Κυρία μου αυτό με τις χοντρές απ' την αρχή...Αφού τα ξέρεις, τι με βάζεις και γράφω;
Το χρησιμοποιεί ο Καρκαβίτσας στον «Ζητιάνο» ή θυμάμαι λάθος; Αν ισχύει, μιλάμε για Λάρισα. Κάνας Θεσσαλός;
Πάντως θέω = τρέχω.
Κι όμως, Vrasta bey, υπάρχει ο ήδη μεσαιωνικός τύπος βουτσί / βουτσίον, με σαφέστερη νομίζω προέλευση από το βυτίον. Και το βουτσί πολύ εύκολα γίνεται fıçı στα τούρκικα :-P
Μπας κι έχει να κάνει με το τουρκ. fıçı = βαρέλι (μάλλον από το ελλ. βυτίον) ;
(Ιλλουμινάτος μας αρριβάρησε κειός ο αφορεσμένος ο Χότζας από τις βακάντζες του σιορ-Διονύσιέ μου, ούλοι οι προφεσόροι τση Μάντοβας και τση Βενέτσιας μεριτάρει να του λουστράρουνε τα στιβάλια, ναίσκε ο κορνούτος τζόγια μου!)
Να θυμίσω κιόλας πως οι απασχολήσιμοι του Σημίτη όφειλαν να αποκτούν και ποικίλες εργασιακές δεξιότητες, όπως και να είναι ευέλικτοι στις μετακινήσεις τους προς ανεύρεση εργασίας, παναπεί σήμερα μπογιατζής στα Γιάννινα, αύριο γκαρσόνι στην Κάλυμνο, μεθαύριο κομπιουτεράς στα Γρεβενά και πάει κλαίγοντας. Δεν κάνω καθόλου πλάκα, αλλά δε θυμάμαι ποιανού αμερικάνου τσόγλανου ήταν αυτή ακριβώς η εισήγηση περί τα εργασιακά. Δεν πάει και πολύς καιρός που τη διάβαζα πάντως. Δλδ το όνειρο του κάθε συνεπούς καπιταλιστή. Μάζες φερέοικων απασχολήσιμων χωρίς σταθερή κατοικία, κοινωνικό κύκλο, ρίζες, σημεία αναφοράς. Το τέλειο ζυμάρι...
...που μου θυμίζει το εξής σκηνικό από αμερικάνικη ταινία ή κάτι τέτοιο: Στον περίβολο μιάς φάρμας κάθονται πάνω σε ένα σωρό καυσόξυλα μιά νεαρά με λουλουδάτο φουστανάκι κι ένας νεαρός με φόρμα τζην, και μιλάνε. Ξαφνικά η κοπέλα πατάει τις τσιρίδες «Αααα σκορπιός, σκορπιός !!!». Κοιτάει ο νεαρός, βουτάει απ' το σωρό με τα ξύλα και ντάπα-ντούπα ντάπα-ντούπα τον κάνει μαρμελάδα τον σκορπιό. Οπότε ξεσπάει η κοπέλα «Μπράβο, ζήτω, ήρωά μου, είσαι καταπληκτικός, είσαι έτσι, είσαι αλλιώτικος», «Μα καλά, δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο, ένας σκορπιός ήτανε μόνο», «Ναι, αλλά πρώτη φορά είδα να σκοτώνουν σκορπιό με κροταλία»...
Ενδιαφέρον ότι και στα τούρκικα το αποτσίγαρο έχει θαλασσινό άρωμα : izmarit = μαρίδα.
Και με φλόμο, εκείνο το δηλητηριώδες φυτό που φαρμακώνει τα νερά. Το '85 στο Καστελλόριζο, ο παππάς του νησιού για να βγάλει χταπόδια κατέστρεφε δια παντός τα θαλάμια με χλωρίνη (παλιό κόλπο). Κι όταν του την είπαμε, μας κοίταξε σα να ήμασταν τουλάχιστον αναρχοκομμουνιστές (πράγμα που ήμασταν αλλά δεν τον αφορούσε)....
Ε, να, μαζεύτηκα κι εγώ. Χαίρετε.
Άσχετο: ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ (κι όποιος πάει βόρεια ας φάει και μιά μπουγάτσα με κρέμα γιά μένα).
Του γκμπί του μπαν; Ζερβά σαπάν'.
'''
...στην οποία Πύλ' γράφ' ου βικάριούς μας, δεν εξηγείτ' αλλιώς μι τόσ'ς αποστρόφ'ς :-P
Από μνήμης, με -ει- ήτανε.
Ο μέγας Μποστ το είχε κάνει και ρήμα :
[I]Σε πελάγη ευτυχίας αρμενίζει η Αρμενίς
κερατεί τον σύζυγόν της γίνεται μοιχαηλίς.[/I]
Μάστα. Εγώ κάθομαι και δουλεύω, γουγλίζω, ανοίγω λεξικά, κι αυτά τα περι-τρίμματα κωλο-τρίβονται για καβγά. Η Σεβαστή Διοίκησις γιατί καθεύδει;