Τι λες για ηχομιμητική προέλευση μιρ-μιρ-μιρ κι έτσι;
Ρίχτερ, ίσως;
...ψωλή στα σύγκαλά σου.
Ναι, που όμως άμα κατεβάσεις αρκετά ξύδια (booze-όνιο) είναι έως και γαμήσιμο.
Α, οπότε η κατά Μπάμπη προέλευση του μάγκα από το λατιν. mango= μεταπράτης, σωματέμπορος είναι μάλλον γιατομπζώλο.
Σχετικά με το σχόλιο του Αίαντα εδώ: Όντως ο μακαντάσης βγαίνει από το mankadaş που μας παραπέμπει ο Βικ από πάνω. Το -daş είναι παραγωγική κατάληξη (πχ yol=δρόμος + daş =yoldaş = σύντροφος, συνοδοιπόρος. Εξ ου και το εξελληνισμένο επώνυμο Γιολδάσης).
Τώρα, εδώ μαθαίνουμε (όσοι σκαμπάζουμε τούρκικα δλδ) ότι manka παναπεί κρίκος, κύκλος, ομάδα ανθρώπων καθισμένων κυκλικά, πχ ομάδα ναυτών γύρω από το συσσίτιο. Οπότε, mankadaş / μακαντάσης είναι ο σύντροφος, ο φίλος στα πλαίσια της manka (ομάδας). Όταν λοιπόν οι Σμυρνιοί όπως λέει ο Αίας έλεγαν πέρασε μιά μάγκα, εννοούσαν πέρασε μιά ομάδα, εξ ου και η έννοια που έλαβε η λέξη κατόπιν, της πολεμικής ομάδας / ενομωτίας. Συνειρμικά θυμάμαι τον αξιωματικό της Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι (ca 1860) που φοβόταν τις μοσχομάγκαις, πιθανότατα ομάδες ασχημονούντων -λέμε τώρα- αλανιών ή εξοδούχων φαντάρων. (Βιβλίο εδανείσθη πιθανότατα κουνιάδα - ουδέποτε επεστράφη - επαλήθευσις ισχυρισμών μου αδύνατη - παρακαλούνται συνδράμουν οι διαθέτοντες το εξαιρετίκ αυτό κιτάπι).
Ο καρντάσης συνδέεται με το kardeş = αδερφός < karındaş = ομομήτριος (karın = κοιλιά).
Αυτά.
Μπας κι είναι κομμάτι γενικότερο αυτό; Αν θυμάμαι καλά, ο Μωραΐτης της «Βαβυλωνίας» μιλάει για το κεφαλογιούρι του.
Και μεις τι φταίμε;
Εγώ πάντως έχω να πω ότι την τελευταία φορά που άνοιξες την καταπακτή την κοπάνησε ο Κύπριος και χάσαμε σοβαρή πηγή :-P
...ούτε δέρνεις;
:-PPPP
Κερνάει το κήτον, παπά μου.
Είναι αρκετά παλιά λέξη, τη θυμάμαι ως πιτσιρικάς τέλη '70. Πιθανώς σε κάποια στιγμή αντικατέστησε τον «παππού» που δίνει ο Τσιφόρος για το κατοστάρικο, αν και μάλλον υπήρξε κάποιο χρονικό χάσμα ανάμεσα στην πτώση της μιάς και στην άνοδο της άλλης λέξης.
Ο εφημέριος, το τέραν και το κήτον :-P
Α, και μην υποτιμάς τη διαίσθησή σου στα γλωσσικά ζητήματα. Η γλώσσα είναι και διαίσθηση.
Δες πχ το ρήμα ψυχανεμίζομαι.....
Ευτυχώς για σένα :-P δεν διαφωνώ πουθενά επί της ουσίας. Το ζουμί, όπως και η τεράστια κουβέντα, στη β' παράγραφό σου, την οποία θα κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας -λέμε τώρα- άμα κατηφορίσεις, και αλίμονό σου αν σε συλλάβω να διατυπώνεις αποκλίνουσα γνώμη :-PΡΡΡΡΡΡΡ
Μη μασάς με τις κακές συνδηλώσεις ρε Βικ, πρώτον παρανόρμαλ και τέτοια, τα X-Files τα έχω χεσμένα. Οι λέξεις έχουν και το βάρος που τους δίνουμε, ξέρεις. Οταν αποκαλώ την κόρη μου «το κοράκι μου» δεν παναπεί ότι δεν την αγαπάω...
Ναι, τρέφεται από την τυπική γλώσσα, ενώ το ανάποδο είναι λίγο πιό στριμόκωλο, ψιλογίνεται θέμα όταν κάτι αργκοτικό περνάει στην κομιλφό καθομιλουμένη, έστω για κάποιο καιρό. Για το «κέντρο» και για το «παρα», τι να σού πω, νομίζω πως πρώτα μπήκε στη ζωή μας ο καρπός «καρότο» και μετά απέκτησε την οικοδομική του σημασία...χωρίς να αποκλείω και αντίστροφες διαδρομές εννοείται.
Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά, νυστάζω. Αύριο.
(παραμεθόριος, παραπεταμένος...υγρό και σκοτεινό το λαγούμι μου φαίνεται...) :-)
Παράθεση από Η. Πετρόπουλου Το Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, 1979 (άρα μιλάμε χαλαρά για δεκαετία '60, εφόσον ο συγγραφέας έκανε φυλακή επί χούντας).
Οι παίχτες του μπαρμπουτιού προστατεύονται από τσιλιαδόρους΄μόλις φανεί Φύλακας ακούγεται ένα σφυριγματάκι - οι παίχτες μαζεύουν τα σέα κι αρχίζουν να μιλάνε τα ανάποδα (που ακούγονται σαν αράπικα και είναι εντελώς ακαταλαβίστικα).
«Αλλοιώνει την τυπική μορφολογία θεωρώντας όλη την τυπική γλώσσα δεδομένη» πάτερ μου;
Μα, δεν είπα κάτι διαφορετικό όταν χαρακτήριζα παρα-γλώσσα την αργκό. Έχει έντονο το παρασιτικό στοιχείο, νεσ' πα;
(καταδικασμένη απόπειρα γατούς να συνεννοηθεί με άλλου είδους τετράποδα σε γλώσσα που αγνοεί. Συνήθως το εγχείρημα καταλήγει με τη γειτονιά στο ποδάρι, μεταμεσονύκτιες ώρες) :-P
Ουστ.
Το τρίτο παράδειγμα του λ' αρζάν :-D
Φύλαγε τα ρούχα σου να σε γαμούν ντυμένο
(και προσοχή μη χάσεις τα παπούτσια)
Τον αράπη κι αν τον πλένεις καθαρός θα σε γαμήσει.
Σωστή η Πειρατίνα και προσθέτω άγνωστη παροιμία : «αν είχε η γιαγιά μου αραμπάδες θα ήταν πάρκινγκ» :-)
Εγκζακτεμάν, γι αυτό μίλησα για κτήρια γραφείων.
Αν δεν κάνω λάθος, και στην Αθήνα υπάρχουν κάποιες πολυκατοικίες στο κέντρο με αυτόν τον τίτλο, κτήρια γραφείων κιετς. Palazzo = μέγαρο είναι η ιταλική ορολογία για τέτοιου είδους κτήρια, ίσως να πρόκειται για προσπάθεια μεταφοράς του όρου στα καθ' ημάς.
Μια θυρωρίνα που ήξερα ήτανε μέγαιρα.
Ασχετο αλλά συνειρμικό : Ο Θ. Πετσάλης-Διομήδης στους «Μαυρόλυκους» χρησιμοποιεί τη φράση «σε μεγάλου άρχοντα την οσπιτοκάθηση πηγαίνεις αφέντη μου», μιλώντας για φιλοξενούμενο σε κάποιο αθηναϊκό αρχοντικό του 17ου αιώνα. Ο γούγλης δε μου έδωσε τπτ, οπότε καταγράφω τη λέξη για να μην πει κανείς ότι δεν κάνω και δουλειά εδωμέσα, άντε μην τα πάρω... :-P
Ωστε έτσι ο χαλικού ε; Φτου ρε πστ μου και νόμισα πως πρωτοτύπησα με τον τηλεφωνητή...