#1
deinosavros

in σλανγκιές του '70-'80

Για το «πουλεύω» = πεθαίνω που γράφω, υπάρχει και προπολεμική καταγραφή, παλιότερη από αυτήν του Μίσσιου. Βαμβακάρης στο «Όσοι γινούν πρωθυπουργοί»:

[I]Επέθανε ο Κονδύλης μας και πάει κι ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα 'φερνε το τέλος.[/I]

#2
deinosavros

in πορτοκαλίζω

Και το αγγλ. austerity = λιτότητα, από το «Ω, στέρηση!».

#3
deinosavros

in πορτοκαλίζω

Tουρκ. AKUT (Arama Kurtarma Takımı = Ομάδα Ερευνας και Διάσωσης, η δική μας ΕΜΑΚ δλδ) < ελλην. «ακούτε / ακούτ' ;», προσπάθεια να αφουγκραστούν επιζώντες μέσα στα χαλάσματα :-Ρ

#4
deinosavros

in βουέλω

Και στη Ρωσία υπήρχε η Λαϊκή Θέληση

#5
deinosavros

in χρυσά αυγά

Όταν παντρεύονται τους εύχονται «Ναζίσετε».

#6
deinosavros

in εκπούστευση

Υπάρχει και ο εκπουτανισμός, τον οποίο νόμιζα (φευ) ότι είχα εφεύρει, πλην αλλ' όμως γουγλίζεται άπαξ. Συνήθως πάει πακέτο με ενδείξεις ορνίθωσης των κορασίδων.

#7
deinosavros

in κουραμπιές

Από το ιταλ. cura= φροντίδα + αμπιγέ = καλοντυμένος :-Ρ

#8
deinosavros

in ταμαχιάρης

Στον άλλο ορισμό. Τουρκ. tamahkar= άπληστος, πλεονέκτης.

#9
deinosavros

in μπαλαμός

Άρτι αλιευθέν: Ο μη τσιγγάνος για τον Εσκιμώο τσιγγάνο = Ice Balamo.

#10
deinosavros

in το λεξικό του μάγκα

Τσαμπουκάς από το αραβ. αρχής (σήμαινε : πριν, παλιά ) τουρκ. sabıka = ποινικό μητρώο. Sabıkalı (τσαμπουκαλής) = σεσημασμένος κακοποιός.

Εδώ Βάρναλης χωρίς φύση και χωρίς γαμήσι.

#12
deinosavros

in σκουντρούχι

Please go carefully through the comments, especially nrs 2 and 3.

#14
deinosavros

in σκουντρούχι

Μπα, δεν ακούνε.

#15
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Nα μία εδώ, ουδ. πληθ.

#16
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Α να γειά σου. Τώρα στέκει πολύ καλύτερα.
Να σου πω, δεν τόχω κοιτάξει, τώρα που το λες...Γένη δεν έχουν, gender neutral που λένε. Τώρα συνειρμικά θυμάμαι κι εκείνο το ανατολίτικο παραμύθι για τους πρωτόπλαστους, που έλεγε ότι μεταξύ τους μιλούσαν φαρσί, που είναι η πιό μουσική και ποιητική γλώσσα, ο φίδης ξεγέλασε την Ευα μιλώντας αραβικά που είναι η πιό γαλίφικη, και ο αρχάγγελας τους έδιωξε απ το μπαξέ μιλώντας τούρκικα, που είναι η πιό απειλητική.

#17
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Σημειωθήτω ότι η συγκεκριμένη λέξη στα ελληνικά έγινε θηλυκού γένους, ενώ πάμπολλες άλλες (παπούτσι, ταβάνι, ντουβάρι, καρπούζι κλπ κλπ) τουρκογενείς έγιναν ουδέτερα.

#18
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Βρε Βικ μου, δεν ενσωματώνεις τα ευρήματά σου στο λήμμα και να το κάνεις σατίρα, τσατίρα ;

#19
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Στο νέτι βρήκα και το μισοτσάτηρο, μικρότερου μεγέθους τσατίρα.

#20
deinosavros

in τσατίρα, σατίρα

Πακέτο με την τσατίρα κλπ χασάπικα πάει το μασάτι = ακόνι (< τουρκ. masat ) αλλά βαριέμαι να ανεβάσω κι άλλο λήμμα.

#21
deinosavros

in ποττάνα

(...), σο γράφομε κι εγώ κι η (...), έλα στην Αθήνα γρήγορα υπάρχει δολειά καλή και για σένα, όχι να καθαρίζομεν σπίτια και λατζέρισες και τέτοια σαν δούλες, τώρα δολεύομεν σε νυκτερινόν BAR LA VITA με ποσοστά να περνάμε τα 20 κάθε βράδυ και κοίτα αν σου πεί η (...) ότι γένκαμαν ποτάνες το λέει ψέμματα και από σκασίλα, αυτή δεν την επήρεν ο αφεντικός στη δολειά διότι πρέπει ναχεις και μιάν εμφάνιση, αυτή είναι σαν τη μαρμάγκα, τι να την κάνει ο άνθρωπος, να το σκιάζει τος πελάτες;

(Από γράμμα σε φίλη στην επαρχία, Αθήνα 1978)
Είτε παίδες Ελλήνων... Δ.Ν.Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994

#22
deinosavros

in πίνω

Επίσης:

-Πίνεις εσύ τσιγάρες;
-Όχι.
-Καλά κάνεις. Μη πίνει! Θα γίνεις κίτρινο!

(Λουντέμης. Παιδί, Άστρα κλπ)

#23
deinosavros

in πίνω

Ωραίος Ο ΑΛΛΟΣ. Τουρκ. sigara içmek =πίνω τσιγάρο = καπνίζω τσιγάρο (του εμπορίου).

#24
deinosavros

in ντρίτσα-κάτσα

Tο ξέρω με την έννοια σουξου-μούξου και τέτοια.

Εκείνη την εποχή, άμα δεν σου είχε έτοιμη την παραγγελία ο τεχνίτης στην ώρα της, δεν είχε τρίτσα-κάτσα. Τον έδερνες και ξεθύμαινες.

Από μνήμης, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου.

#25
deinosavros

in ζουμπουρλού

ΥΓ ούτε οι Πολίτες που έχω πρόχειρους ξέρουν κάτι.

#26
deinosavros

in ζουμπουρλού

Εδώ βρίσκω το şimbilli = μικρή αξιαγάμητη κοκέτα (χρησιμοποιείται μόνο για κοπέλες), από το şimbil = μικρός και κουρνάζος. Αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν πείθομαι γιατί κανονικά στα ελληνικά θα τρέπονταν σε -ου- τα τούρκικα -u-, -ü-, -ι-. Όχι το -i-.

#27
deinosavros

in ζουμπουρλού

Και το τρίτο παράδειγμα τα σπάει. Επρεπε να το βάλεις ολόκληρο.

#28
deinosavros

in ζουμπουρλού

Για σλάβικο δεν μου κάνει, αντιθέτως έχουμε κλασική «τούρκικη» δόμηση της λέξης, συν τη φωνηεντική αρμονία και την παραγωγική κατάληξη. Κρίμα όμως, δεν μπόρεσα να βρω κάτι αναμφισβήτητο για αυτή την τόσο παραστατική λέξη. Ωραιότατο λήμμα, παρεμπιφ(τε)κού :-)

#29
deinosavros

in ζουμπουρλού

Για το μεγαλόσωμο που λες, σφυρίζων, εδώ βρίσκω το zumbul = μποϊλής, μεγαλόσωμος.

#30
deinosavros

in ζουμπουρλού

Βρε μπας κι έχει να κάνει με το sümbül / zumbul / zümbül = ζουμπούλι, κοπελιά αφράτη, ανθισμένη και μυρωδάτη σε φάση; Το εμβόλιμο -ρ- κατά την κωλάΘρα ; (ό,τι ναναι λέω ρε πστ, μάλλον επειδή μου αρέσουν τρελά οι ζουμπουρλούδες).