Και το αγγλ. austerity = λιτότητα, από το «Ω, στέρηση!».
Tουρκ. AKUT (Arama Kurtarma Takımı = Ομάδα Ερευνας και Διάσωσης, η δική μας ΕΜΑΚ δλδ) < ελλην. «ακούτε / ακούτ' ;», προσπάθεια να αφουγκραστούν επιζώντες μέσα στα χαλάσματα :-Ρ
Και στη Ρωσία υπήρχε η Λαϊκή Θέληση
Όταν παντρεύονται τους εύχονται «Ναζίσετε».
Υπάρχει και ο εκπουτανισμός, τον οποίο νόμιζα (φευ) ότι είχα εφεύρει, πλην αλλ' όμως γουγλίζεται άπαξ. Συνήθως πάει πακέτο με ενδείξεις ορνίθωσης των κορασίδων.
Από το ιταλ. cura= φροντίδα + αμπιγέ = καλοντυμένος :-Ρ
Στον άλλο ορισμό. Τουρκ. tamahkar= άπληστος, πλεονέκτης.
Άρτι αλιευθέν: Ο μη τσιγγάνος για τον Εσκιμώο τσιγγάνο = Ice Balamo.
Τσαμπουκάς από το αραβ. αρχής (σήμαινε : πριν, παλιά ) τουρκ. sabıka = ποινικό μητρώο. Sabıkalı (τσαμπουκαλής) = σεσημασμένος κακοποιός.
Εδώ Βάρναλης χωρίς φύση και χωρίς γαμήσι.
Please go carefully through the comments, especially nrs 2 and 3.
Μπα, δεν ακούνε.
Nα μία εδώ, ουδ. πληθ.
Α να γειά σου. Τώρα στέκει πολύ καλύτερα.
Να σου πω, δεν τόχω κοιτάξει, τώρα που το λες...Γένη δεν έχουν, gender neutral που λένε. Τώρα συνειρμικά θυμάμαι κι εκείνο το ανατολίτικο παραμύθι για τους πρωτόπλαστους, που έλεγε ότι μεταξύ τους μιλούσαν φαρσί, που είναι η πιό μουσική και ποιητική γλώσσα, ο φίδης ξεγέλασε την Ευα μιλώντας αραβικά που είναι η πιό γαλίφικη, και ο αρχάγγελας τους έδιωξε απ το μπαξέ μιλώντας τούρκικα, που είναι η πιό απειλητική.
Σημειωθήτω ότι η συγκεκριμένη λέξη στα ελληνικά έγινε θηλυκού γένους, ενώ πάμπολλες άλλες (παπούτσι, ταβάνι, ντουβάρι, καρπούζι κλπ κλπ) τουρκογενείς έγιναν ουδέτερα.
Βρε Βικ μου, δεν ενσωματώνεις τα ευρήματά σου στο λήμμα και να το κάνεις σατίρα, τσατίρα ;
Στο νέτι βρήκα και το μισοτσάτηρο, μικρότερου μεγέθους τσατίρα.
Πακέτο με την τσατίρα κλπ χασάπικα πάει το μασάτι = ακόνι (< τουρκ. masat ) αλλά βαριέμαι να ανεβάσω κι άλλο λήμμα.
(...), σο γράφομε κι εγώ κι η (...), έλα στην Αθήνα γρήγορα υπάρχει δολειά καλή και για σένα, όχι να καθαρίζομεν σπίτια και λατζέρισες και τέτοια σαν δούλες, τώρα δολεύομεν σε νυκτερινόν BAR LA VITA με ποσοστά να περνάμε τα 20 κάθε βράδυ και κοίτα αν σου πεί η (...) ότι γένκαμαν ποτάνες το λέει ψέμματα και από σκασίλα, αυτή δεν την επήρεν ο αφεντικός στη δολειά διότι πρέπει ναχεις και μιάν εμφάνιση, αυτή είναι σαν τη μαρμάγκα, τι να την κάνει ο άνθρωπος, να το σκιάζει τος πελάτες;
(Από γράμμα σε φίλη στην επαρχία, Αθήνα 1978)
Είτε παίδες Ελλήνων... Δ.Ν.Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994
Επίσης:
-Πίνεις εσύ τσιγάρες;
-Όχι.
-Καλά κάνεις. Μη πίνει! Θα γίνεις κίτρινο!
(Λουντέμης. Παιδί, Άστρα κλπ)
Ωραίος Ο ΑΛΛΟΣ. Τουρκ. sigara içmek =πίνω τσιγάρο = καπνίζω τσιγάρο (του εμπορίου).
Tο ξέρω με την έννοια σουξου-μούξου και τέτοια.
Εκείνη την εποχή, άμα δεν σου είχε έτοιμη την παραγγελία ο τεχνίτης στην ώρα της, δεν είχε τρίτσα-κάτσα. Τον έδερνες και ξεθύμαινες.
Από μνήμης, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου.
ΥΓ ούτε οι Πολίτες που έχω πρόχειρους ξέρουν κάτι.
Και το τρίτο παράδειγμα τα σπάει. Επρεπε να το βάλεις ολόκληρο.
Για σλάβικο δεν μου κάνει, αντιθέτως έχουμε κλασική «τούρκικη» δόμηση της λέξης, συν τη φωνηεντική αρμονία και την παραγωγική κατάληξη. Κρίμα όμως, δεν μπόρεσα να βρω κάτι αναμφισβήτητο για αυτή την τόσο παραστατική λέξη. Ωραιότατο λήμμα, παρεμπιφ(τε)κού :-)
Για το μεγαλόσωμο που λες, σφυρίζων, εδώ βρίσκω το zumbul = μποϊλής, μεγαλόσωμος.
Βρε μπας κι έχει να κάνει με το sümbül / zumbul / zümbül = ζουμπούλι, κοπελιά αφράτη, ανθισμένη και μυρωδάτη σε φάση; Το εμβόλιμο -ρ- κατά την κωλάΘρα ; (ό,τι ναναι λέω ρε πστ, μάλλον επειδή μου αρέσουν τρελά οι ζουμπουρλούδες).
Για το «πουλεύω» = πεθαίνω που γράφω, υπάρχει και προπολεμική καταγραφή, παλιότερη από αυτήν του Μίσσιου. Βαμβακάρης στο «Όσοι γινούν πρωθυπουργοί»:
[I]Επέθανε ο Κονδύλης μας και πάει κι ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα 'φερνε το τέλος.[/I]