Κάνω ντρίτσα - κάτσα = δεν ακολουθώ τις οδηγίες, δεν κάθομαι ήσυχα, δεν συμφωνώ ή δεν έχω τη διάθεση να συμφωνήσω σε κάτι.

  1. Αυτός μου κάνει ντρίτσα-κάτσα, πού θα μου πάει, θα τον καταφέρω να συμφωνήσει.

  2. Αυτός δεν κάθεται στα αυγά του, μου κάνει ντριτσα-κάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Tο ξέρω με την έννοια σουξου-μούξου και τέτοια.

Εκείνη την εποχή, άμα δεν σου είχε έτοιμη την παραγγελία ο τεχνίτης στην ώρα της, δεν είχε τρίτσα-κάτσα. Τον έδερνες και ξεθύμαινες.

Από μνήμης, από την Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου.