Κοιμήθηκα, αλλά είχα «ανήσυχο» ύπνο.
κωλάρα η λόγκο
Και η πληρωμένη απάντηση είναι: Εκτός άμα είσαι η τσατσά.
τουμπιονεστ εγώ δεν την έχω ακούσει, αλλά για να το λέτε εσείς οι παλιοι... (γλειψ, γλειψ).
Βλέπε σχετικά και βίντεο με τον Οικονομέα στο πρωινάδικό του (το είχε ο Θέμος σε κάποια βίντεα) να λεει:
«Νομίζουνε ότι έχουνε πιάσει τον γκχγκχ (= βηχομπιπ) απο τα αρχίδια. Ωχ, συγγνώμη».
On my dick flowers and round round bees.
Συνώνυμο τον κόβω (φέτες).
Και βέβαια αμέσως μετά έγραψα όλα τούτα μου ήρθε να το ψάξω στον καιρό και το σλα(ν)γκ.γρ δε με απογοήτευσε για ακόμα μια φορά.
Χριστέ άμα το 'ξερες και μ' αφηνες να γράφω σταματάω να πιστεύω σε Σενα.
Δεν έχω ιδέα πώς κάνω νέο λήμμα.
Πάντως στο ναυτικό που ήμανε (παλιάαααα, αλλά το λένε ακόμα μαθαίνω) αντί π.χ. του κλασσικου:
ΠΑΝΤΕΣ! (βαθιά ανάσα να φουσκώνουνε τα περήφανα στήθ(γ)ια). ΑΚΥΡΟ! (ξεφούσκωμα),
μας λέγανε:
ΠΑΝΤΕΣ! (ως άνω). ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ! (εκφέρεται: στοογκαιαιαιαΡΟ).
Σα να λέμε «ρίχτο στον καιρό, στον άνεμο» αφού μοιάζει και με το άκυρο.
Πείτε μου βρε παιδιά, για όνομα του θεού, γιατί δες θα μπορώ να κοιμηθω:
Κώλος με άμμο ή κώλος από άμμο είναι αυτο;
Ενδιαφέρουσα η βιδεακή καταγραφή.
Σε σχέση και με την ιστορία της Μαρίας εδώ καληνυχτάκιας και το σχόλιο vikar, ας καταγράψω την ιστορία μου εδω:
Γύρω στα 1996 (που λεν κι οι παπούδες) έμαθα το IRC και το #hellas και τα πρώτα l337 - αρκτικόλεκα στα ελληνικά.
Μιλώντας (=γράφοντας) εκεί μου ήρθε αυθόρμητα η λέξη «τεσπά» αντί του τελοσπάντων (που χρησιμοποιούσα τότε συχνά). Θυμάμαι μάλιστα αρκετούς να με ρωτάνε τί σημαίνει «τεσπά».
Χρόνια αργότερα το είδα να χρησιμοποιείται Εβραίος και από τότε σπάω το κεφάλι μου (το πάνω, μην κάνουμε και μλκίες) αν εγώ το εφηύρα (σπεκ του μι) ή είναι αυτό που περιγράφει ο vikar. Κανάς άλλος θυμάται τίποτε σχετικό;
ΠιΕσ: Την ταινία την είχα δει, αυτό δεν το είχα προσέξει ποτέ μέχρι σήμερα. Λες να μου είχε 'ντυπωθεί 'ποσυνείδητα;
Επίσης: Στην ξαδέρφη και στη θειά 5 (ή 10, 20, 100, ό,τι έχει ο καθένας) πόντους πιο βαθειά.
Παρόμοιο: Μη φας, θα σφάξουμε φακές.
Σωστότερη προφορά: Τσικαγκο γίναμε.
«Για ένα πουκάμισο αδειανό. Για μια πούτσα καυλωμένη».