Το εκσπερματίζειν εστι μπαμπινιωτείν δλδ. Σα να λέμε "να σου ρίξω δυό έτυμα (που τάχω έτοιμα);"
δονμήτσο μου, δεν είχα σκοπό να συγχύσω τις δύο έννοιες, (πράτιγου με πιτσικόμη), τουναντίον!. Αλλά ο τύπος του -ίσως ατυχούς- παραδείγματος άν κινείται χάριν κιμπαριλικιού, αθωότητας (ή / και επίδειξης) είναι πράτιγος. Όπου όμως υπεισέρχεται συμφέρον γίνεται πιτσικόμης. 'Οπως και νάναι με χαρά ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ κι απο μένα και ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕΣ τον δικό σου γλωσσικό πλούτο και την όρεξη (και μάλλον είσαι πιό πρόσφατος στη θάλασσα απο μένα που έκανα δυό μπάρκα πρίν 20 χρόνια και το παίζω ο μονόφθαλμος στους τυφλούς περί την ναυτιλία).
O όρος «πράτιγος» χρησιμοποιείται (στους ναυτότοπους) και μεταφορικά για οποιονδήποτε έχει την άνεση κινήσεων σε ένα χώρο -είναι στα μέσα και στα έξω κλπ. πχ ο τακτικός θαμώνας μαγαζιού, που τον προσφωνουν τα γκαρσόνια με το κύριε+μικρό, που θα σέ βάλει εκείνος σε τραπέζι και που μιλά σ' αυτά σαν να είναι το μαγαζί δικό του (συχνά αυτός τόχει χτίσει) είναι πράτιγος (ή πιτσικόμης)
Περίδρομο ήξερα να λένε το μεγάλο (συχνά χτιστό) τραπέζι στην τραπεζαρία των μοναστηριών που συχνά καταλάμβανε όλη την αίθουσα, αφήνοντας ένα διάδρομο περιφερειακά του. Επίσης κι η ίδια η τραπεζαρία. Σ' αυτό συνηγορεί κι ο Σαραντάκος κι ας μήν πείθεται (πιθανά αγνοώντας αυτή την ερμηνεία).
«... περίδρομος ήταν στα αρχαία η περιφέρεια ενός πράγματος, μια κυκλική διαδρομή, το δρομάκι που περιβάλλει ένα οικοδόμημα, ή το δρομάκι που διατρέχει εσωτερικά τα τείχη ενός φρουρίου...» «... Με όλο τον σεβασμό, δεν με πείθει.»
Οπότε το «έφαγε τον περίδρομο» ή «έφαγε έναν περίδρομο» κυριολεκτεί στην υπερβολή του...
Παλαιότατον. Το θυμάμαι να το χρησιμοποιούν κάτι μπαρμπάδες μου, με συνώνυμα τα «πάω να υπογράψω», «να στείλω (ή να ρίξω) ένα τηλεγράφημα»
Η δεσποσύνη (με τα πλούσια τα ελέη + το κανόνι + το μπεντένι) είναι η Μπουμπουλίνα της Ελληνικής Πεαναστάσεως... φρονώ.
Στη βιολογία
γαμέτης
Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γαμέτη, δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. (πχ το σπερματοζωάριο και το ωάριο)
«Εισ' ένα ψωλοκόριτσο με μίνι τζήν στο δρόμο όλοι σε κοιτούν...»
Καλό κουράγιο και σε σένα αδερφέ... Ιδέ και σχόλιό μου στο ψωλογλειφίτσα
Η καϊσομούνα μεγαλώνοντας εξελίσσεται σε camel toe
Οπισθοχώρησα μέχρι το πρώτο (νομίζω) από την πρόσφατη σειρά Εμπειρίκειων σλανγκιών για να συγχαρώ για το τιτάνιο έργο της αποδελτίωσης του Μ. Ανατολικού (τουλάχιστον) που συνεχίζεται και για να ευχηθω «ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ». Είναι από εκείνα που είχα στο νου μου να τα κάνω όταν βγώ στη σύνταξη (μετα από 15-20 χρόνια) ή άν μπώ φυλακή...
Κατ΄αρχήν ΚΑΛΟΣΩΡΙΣΕΣ!
Κατα δεύτερο, δυό λογάκια παραπάνω στον ορισμό, πχ πού (σε ποια περιοχή) χρησιμοποιείται δεν θα βλάφτανε.
[Από τα σχόλιά σου, σε συνδυασμό με το nickname που πάει κατά tweenwallİkizler Duvar μεριά, υπόθεσα Έβρο. Αλλά δεν είναι εποχή για ντετεκτιβιλίκια]
Αναφορικά με τα χαλίκια, έχω δεί σε χωραφάκια, στίς παρυφές των «κάμπων» κυρίως, σε κάθε σκάλισμα, καθάρισμα κλπ να μαζεύουν και να απομακρύνουν (συχνα με την τσουγκράνα) και κάμποσα χαλίκια,
Το τσαΐλι τόχουμε. Το λιλάδι=βότσαλο δεν έχουμε (ούτε κι οι άλλοι)
Για τους αναγνώστες της πρώτης έκδοσης (ανάμεσά τους και πρόσφυγες της α΄και β΄γενιάς άρα) πιό εξοικειωμένους με τα Τούρκικα, σήμαινε ο Σατανικός Γερμανός, ο Διαβολογερμανός. (Ήταν γερμανός πράκτορας)
Ή ίσως στο πετάει πέτρες στα κουτουρού κι όποιον πάρει ο Χάρος (παντως και τα χωράφια τα παρατημένα - όπως και η γη που πρόκειται να γίνει χωράφι -θέ(λου)νε ξεχαλίκωμα στα πλαίσια της εκχέρσωσης δλδ απομάκρυνση της κάθε πέτρας, χαλικιού κλπ
Το είχα στο μυαλό μου σε κάτι σαν σπινιάρισμα στο τσαϊλάκι, που πετάγονται χαλικάκια προς τα πίσω κι ότι βρεθεί στο δρόμο τους παθαίνει ζημιά. (Το τσαϊλι - τσαϊλάκι δέν τόχουμε θαρρώ)
Σπανιότατα ανέγκαση χαρακτηρίζεται και το ζόρισμα - καργάρισμα στο γαμήσι.
όλα τα λάϊκ! για το nickname (πού τον θυμήθηκες ορέ;)
Στον Vicente del Bosque ειδικά το είχαν κολλήσει επίσημα οι Τούρκοι όταν προπονούσε την Beşiktaş (2004-05)
... ο Ανδρέας ο Τσίπρας, όπως λχ o Αλέξης o Παπανδρέου;;
Και το αντιθετοαντίστροφο «άμα δεν είσαι, δεν το λές» (λογικά ισοδύναμο)
Ο όρος κλώσσα εμπεριέχει και την ακινησία (όπως η κλώσσα κάθεται στ' αυγά της καμαρωτή - και δεν γαμιέται γιατί το χρέος της τόκαμε) με την έννοια οτι συρρέουν σ' αυτήν χωρίς να πρέπει να βγεί στη γύρα αλλά και το δίνει με το σταγονόμετρο, ακκιζομένη αθροίζουσα πολλούς θαυμαστάς και αρμέγοντάς τους χωρίς να τους αφήνει και πολύ-πολύ να παράξουν γάλα. Όλο το παιχνίδι είναι η δυσεκπλήρωτη (για κάποιους και ανεκπλήρωτη) υπόσχεση
Αλλά και αυτός που «δεν έχει καθισμό ο κώλος του», ο αεικίνητος όπως και ένα έντομο (του οποίου μου διαφεύγει το όνομα) που όταν βρεθεί ανάποδα περιστρέφεται ταχύτατα πάνω στην πλάτητου μέχρι να επανέλθει -φρενάροντας απότομα- στην όρθια θέση.
[Στην επαρχία και στην πιάτσα γκουγκλάρεις τους γύρω σου]
Βλέπε και πύρκαυλος ιδίως τους ορισμούς 2 και 3
καλοβυρνιάζει λιγάκι ή μου φαίνεται;
Η συνέχεια του παραδείγματος είναι "... έφυγα με κατεβασμένα κεφάλια..."