Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ας ληφθεί υπ' όψη το ενδεχόμενο μήπως δεν είναι μόνον εμπειρικιά, αλλά ευρύτερη σλανγκιά προερχόμενη από λατινογενείς γλώσσες όπου λέγεται όντως έτσι λ.χ. puta, pute κ.τ.ό.

#2
σφυρίζων

Σαφέστατα, εξ ου και το ξενικά στις κατηγορίες.

#3
dryhammer

παράβαλλε το ισπανόφωνο hijo de puta