Το έμενταλ καλπάζει!! έχω σχολιάσει ήδη 8-9 ορισμούς στο ψ και μάλιστα τόσο πρόσφατα... (χθές προχτές)
Εξεπετάχθησαν χωρίς κάτι το άξιον μνείας (εκτος κι άν φάω φλασιά)
Η μπαρόβια- 1979
Τραγουδιστής: Τάνια Ελληναίου
Στίχοι: Τάσος Δαμάσκος
Μουσική: Μπάμπης Βαρσαμάς
Στον πάγκο τα ποτήρια που μοιράζω
και που προσφέρω φευγαλέες ηδονές
μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω,
πάντα παρέα να τους κάνω στις κακές.
Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.
Η μόνη της ζωής μου ευτυχία:
κάποια ελπίδα ριζωμένη στο μυαλό
πως κάποιος την πικρή μου την πορεία
θα οδηγήσει για το δρόμο το σωστό.
Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.
Η γιαγιά μου και άλλοι πρόσφυγες της γενιάς της (γενν. 1890) μου έλεγαν οτι «οι Γερμανοί χαλάσανε τους Τούρκους, που κάνανε τις λίρες μπαγκανότες». Με τη συμμαχία Τούρκων-Γερμανών περί τον Α'ΠΠ, οι (Γερμανοί) σύμβουλοι του Σουλτάνου φρόντισαν ωστε η Τούρκικη λίρα, χρυσή μέχρι τότε - επομένως σταθερή σαν αξία, να μετατραπεί σε χάρτινη (μπαγκανότα) άρα εύκολα να γίνει πληθωριστική πακοτίλια.
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου - 1966
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
1. Αλίκη Βουγιουκλάκη
2. Ζωή Φυτούση
3. Πόπη Αστεριάδη
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου
μου το ‘κλεισες το σπίτι μου.
Μου το ‘κανες οικόπεδο
γιατί είσαι ομορφόπαιδο.
Δημήτρη ντερμπεντέρη μου
εσένα θέλω ταίρι μου,
δικά σου όλα τα ακίνητα
και βίλα κι αυτοκίνητα.
Δημήτρη μου λεβέντη μου,
καημός είσαι και γλέντι μου,
το γέλιο μου, το κλάμα μου,
ντροπή μου και ρεκλάμα μου.
Σχετικοάσχετο:
Σε παλιότερες εποχές (των οποίων τα κατάλοιπα πληρώνουμε) ο κόσμος προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του τρώγωντας πολύ (φτηνό) ψωμί γιατί τα άλλα έλειπαν. Η μάνα μου θυμάται τη γιαγιά μου να τους λέει χαρακτηριστικά «Πολύ πολύ ψωμάκι και λίγο λίγο το τυράκι γιατί κάνει σκουλήκια» (Πρόσφυγες, εφτά παιδιά σέ δύο δωμάτια κλπ κλπ)
Στα παιδικάτα μου ήξερα την παραλλαγή του ως απάντηση στο «Γειά σου» «Η ψωλή μου στα μεριά σου»
Ο κοριός μπορεί να επιβιώσει σε ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών και ατμοσφαιρικών συνθηκών. Κάτω από τους 16,1 ° C (61,0 ° F), οι ενήλικες μπαίνουν σε ημι-χειμερία νάρκη και μπορούν να επιμηκύνουν το χρόνο επιβίωσης τους. .
Οι κοριοί όταν νιώσουν κίνδυνο παριστάνουν ότι είναι νεκροί
(απο κοριο-σάιτ)
Να προσθέσω στο σχόλιο του aias.ath και τον απαρχαιωμένο όρο ψοφοδεής για τον πολύ φοβητσιάρη - που ακούει ένα πάφ! και σκιάζεται.
@ 2o σχόλιο (παραλληλισμού ανθρώπων κρασιών):
Το καλό κρασί παλιώνοντας γίνεται καλύτερο (ωριμάζει-μεστώνει), το κακό κρασί ξινίζει και το φτηνό απλά ξεθυμαίνει...
Υπάρχει και ο (προσφυγικής καταγωγής) πληθυντικός του ψεύτης, οι ψεύτρηδοι κατά το άντρηδοι κλπ
Εκεί που ο ψευδοΡΤΤ τους σου χρεώνει ψευδομονάδες; (Eνίοτε το κάνουν και οι δικοί μας φορείς τηλεπικοινωνίας)
Μια μικρή ενστασούλα. Την εποχή του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» δεν υπήρχαν βετέξ και το κουζινόχαρτο πουλιόταν σε μπουτίκ. Τότε για τα τζάμια το καλύτερο (μάλλον και το μοναδικό) χαρτί ήταν η εφημερίδα, κάτι που πολλοί το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα, αρκέι να είναι πάνω από βδομάδας για να έχει «σπάσει»(= μαλακώσει). Τα ξεσκονόπανα αποκλείονταν γιατί άφηναν χνούδι.
Γατόπαρδους στο βαπόρι λέγαμε τους Φιλιππινέζους και τους Ινδονησιάνους σε συνδυασμό και με την ικανότητά τους στο σκαρφάλωμα σε δυσπρόσιτα, για μας τους δύσκαμπτους, σημεία. (Ο ρατσισμός σε κλειστες μικροκοινωνίες [πλοία, στρατώνες, φυλακές] είναι εντονότερος, η αγέλη μας και οι άλλοι -τζάμπα πέσαν οι ουρές)
Με τις σημασίες 2 (βρίσκω πάτημα) κ΄3 (στηρίζεται -κυριολεκτικά και μεταφορικά-) το ακούω σχετικά συχνά.
Το άκουγα σχετικά συχνά παλιότερα όπως και το περεμφερές «Θά 'χουμε αγκαλιάσματα»
Επίσης υποδηλώνει και την κατώτατη ποιότητα σε ένα προιόν: « Μπορώ να το βγάλω και πιό φτηνό αλλά θα είναι χώμα»
O ορισμός της μπιέλας είναι αυτός που δίνει το λίνκι του tr1990. Το να «χτυπήσει μπιέλα» είναι σοβαρή βλάβη πού οδηγεί σε αντικατάσταση του κινητήρα, γι αυτό και σλανγκικά σημαίνει την ανήκεστο βλάβη.
Από την άλλη έχουμε το «βγήκα μπι-ελ-άρ (ΠΕΕ)» πού είναι κάτι διαφορετικό στην κυριολεξία του αλλά σλανγκικά σημαίνει τό ίδιο.
Επιπλέον είναι σχεδόν ομόηχα κάτι που καθιστά ευκολότερη την σύγχυση αλλά ότι και να πεις είναι σωστό, εκτός άν τα μπλέξεις και «χτυπήσεις μπι-ελ-άρ» ή «βγείς μπιέλα» που είναι άτοπα.
Γιατί το μήδι 1 μου θύμισε δόντι-φάντασμα;;
Και το επιφώνημα «Χριστός!...» (ενίοτε εις διπλούν) άμα κάποιος πνίγεται καταπίνοντας (ή από βήχα) πάρόμοιο με το «ο νονός!..» για πιτσιρίκια.
[Τώρα τί ακριβώς θα προσφέρει ο Χριστός, δεν κατάλαβα ποτέ μου. Θα του ξεφράξει το λαιμό ή μιας και θα πνιγεί, να μεριμνήσει δια τα περαιτέρω;]
Εγκρίνω και επαυξάνω τα ανωτέρω. Στην εποχή μου λέγαμε οτι το στρατό τον κρατάνε τα εξής τρία: το μπλάνκο, τα 108 και οι δόκιμοι...
Για το καταστάρικο (στο μήδι) το κάνω κι εγώ
Νομίζω οτι προέρχεται από τον «χόχο» το κουκλάκι της Σελήνης (κατα κόσμον Ελένης Κούρκουλα), του ζαβού στη Λάμψη του Φώσκωλου.
Kαι τα (πεσμένα) βυζιά της χοντρής που τρέχει...
Της απλώς αγελάδας κάνουν φλόπεν, φλόπεν
Από Κεφαλλονίτη ανθυπολποίαρχο
«Όλοι οι διαβόλοι, αγγέλοι σου
κι ο γαβαλάς κριτής σου
κι όλα τα διαβολόπουλα
να κάτσουν στην ψυχή σου»
Τον ρωτώ «Ποιός είναι ο γαβαλάς, καπτα-Γιάννη;»
«Εεε, ο αρχιδιάβολος!...»
Μόρτισσα που γεννήθηκες, μέσα, μέσ' τους ντεκέδες
με μάγκες δεν εφούμαρες τριζάτους αργιλέδες
Πόσες φορές το τάλιρο δεν κράτησες στο χέρι
νταμίρα δεν μας έφερες μέσ' στου Συγγρού τ' ασκέρι
Μάγκες που μαστουριάσανε απ' τα δικά σου χέρια ] 2x
και παρηγόρησες καρδιές και βγάλαν τα σεκλέτια
Το μάγκα τον μαστούριασες κι όπου 'παρχε δερβίση ] 2x
νερό που εκουβάλησες απ' του Κουλού τη βρύση
Αντίστοιχο το χιώτικο:
«Δώκανε και λίρες της μαμής (πού έβγαλε το γιό)»