δλδ το «Purple rain» τί είναι; (Αηδία έ;)
Στα εφηβικά μου χρόνια λέγαμε «Ουδείς αμαλάκιστος»
«Η θειά μου η Αμερσούδα
τρία βρακιά φορεί
κι ωσπου να βγάλει τόνα
τα δυό τα κατουρεί»
Προσφυγικόν
Υπάρχει (υπήρχε)και η έκφραση «Θα μου ξυρίσεις την πέρδικα...» αλλά και σκέτο «θα μου τα ξυρίσεις» ως συνώνυμο του «Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια»
απέναντί μου στέκεσαι, σαν την παλιοπαπούτσα
κι απο τή μούρη φαίνεσαι, πως αγαπάς την πούτσα
«Τρίτη γεννιέται τυχερό, Τετάρτη τ' αντρειωμένο, Πέμπτη το κακορίζικο, Παρασκευή το ξένο, Σαββάτο το πολύχρονο και Κυριακή το πλούσιο.»
Για τις Δευτέρες τίποτα...
Παρόλο που τα λεξικά δίνουν στον όρο πάφιλας κάτι αντίστοιχο με τον ορισμό, εγώ την λέξη (πάφιλας) την ξέρω να περιγράφει καποιο πολύ λεπτο φύλλο μετάλλου με πάχος όσο της επιμετάλλωσης. (Σαν να λέμε ότι τα νίκελα είναι σίδερα με πάφιλα από νίκελ)
πχ
Με τις κωλοβενζίνες τους το τεπόζιτο σκούριασε από μέσα κι έγινε πάφιλας. Το πήγα να το βαψω κι έχανε από χίλιες τρύπες
συνώνυμο «μπουκαλόκωλος»
πατερμά ή πατρεμά λένε στη Χίο τα χάντρινα χαιμαλιά των άλόγων κλπ ζώων (ιδίως αυτών πού έσερναν κάρα) Τό έτυμολογούσα από τα πατερημά που παράπεμπε στο κομποσκοίνι (πιό πολύ στο ροζάριο) με τό οποίο μετρούσαν τα «κυριε ελέησον» και τα «πατερ ημών», κάτι που δένει με το κυπρέικο κομπολόι
Είχαν βάλει την αρχή του β΄κουπλέ «Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια, μάθετέ με»
Υπάρχει και το συνώνυμο «φαφουτιάζω» (όχι απ΄τον φαφούτη) στα Σερραικά)
Είχα να το ακούσω από τα 70'ς
... και το κάνει κατα κόρον κι ο ίδιος, όπου εμφανίζεται στην τηλεόραση, μπάς και καί γίνει ο παρουσιαστής κάποτε κάπου αντί για πανελίστας (και ως «κριτικός» πανελίστας είναι)
Το χρησιμοποιούσαν παλιά σε πίο περιληπτική καί έμμετρη έκδοση «στενό παπούτσι, γαμήσι κι ανήφορος» με την ίδια (προφανή) έννοια
Στη Χίο υπάρχει η έκφραση «έγινε κουρούπετο» = μέθυσε, ο χαρακτηρισμός «κουρούπετο» και «κουρουπεταρία -ες »για μέθυσους συστηματικούς και εν γένει λιωσιματίες, όπως στο σχόλιο αλλά και «κουρούπικος», «κουρουπάκι» για κεφάλι αραιότριχο ή κοντοκουρεμένο.
Απο τον πατέρα μου, ήξερα τον όρο «χεσαμόλη, η» που, κυριολεκτικά, σήμαινε ένα αχταρμά από διάφορες ποικιλίες και ποιότητες σκατών, μέ διάφορες χρήσεις. Από το «χέσαμ(ε) όλοι»
πχ
Περιγραφή συνταγής
- Βάλαμε κόλιανδρο, μαιντανό, πιπέρι καγιέν, μπαχάρι, ...
- Βάλε και χεσαμόλη από πάνω.
Στη γυναίκα ή στον ταβερνιάρη
-Φέρε και λίγη χεσαμόλη να πιώ τό ούζο μου. (ενν ταραμοσαλάτα ή αλλη αλοιφή)
-Πονάνε τα κόκκαλά μου
-Τρίψου με χεσαμόλη να σου περάσουν κλπ κλπ
Παρόμοια και «η χυσαμόλη» αλλά τότε η οικιακή σλάνγκ ήταν πιό πολύ κοπρική παρά σεξουαλική
Στα παλιά βαπόρια, η κουβέρτα ήταν στρωμένη με ξύλο (για να μή γλιστρά) όπως και στα καράβια. Τά ξύλα αυτά ήταν εμποτισμένα με κατράμι (πίσσα από ρητίνη) για προστασία από σαράκια-σάπισμα (όπως οι ξύλινοι στύλοι της ΔΕΗ και οι παλιές ξύλινες στέγες κάτω από το κεραμίδι. Πρβλ το καρα-γιαπί τότε που οι σκελετοί των σπιτιών ήταν από εμποτισμένο με κατράμι ξύλο). Πολλές δουλειές γινόταν από τους ναύτες καθισμένους στην κουβέρτα οπότε ο κώλος μαύριζε. Ακόμα εμπότιζαν τότε και σκοινιά με κατράμι για αντοχή και αδιαβροχοποίηση όπως και ρούχα (ρετσίνι - ρετσινάδα - νιτσεράδα). Το κατράμι καταργήθηκε καθότι κάργα καρκινογόνο.
«Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει»
Μου θύμισε έναν -μακρίτη πιά- από τους γραφικούς τρελούς της παλιότερης Χίου που παραπονιώταν «'Ολο κουκιά, κουκιά, κουκιά... Έτσι και φάω κρέας θα γκαστρώσω γαδούρα στον άνήφορο»
κατα κυριολεξία είναι «παθαίνω κρίση επιληψίας» επειδή είχε από παλιά παρατηρηθεί οτι με πανσέληνο οι κρίσεις είναι συχνότερες και εντονότερες. Κατόπιν η έκφραση εννοούσε οποιαδήποτε κατάσταση όπου είναι κάποιος εκτός εαυτού, έιτε σε κρίση είτε σε οίστρο (όχι μόνο σεξουαλικό), και μέχρι τελικής πτώσεως. Υπάρχει και το γιαγιαδίστικο «τον έπιασε το Σελήνη του (πάλι)»
χουγιάζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από την αλβαν. λ. hujati]
Εκ πείρας, ο πέφτων στό «πακέτο» κατά 90% «θα φάει». Ο «της αιθερίας» 50-50 να φάει πακέτο ιδίως άμα «η αιθερία» την έχει δεί «αιθερία» (-εμείς φταίμε που τίς υπερτιμούμε). Από την άλλη, από το πακέτο ξεμπλέκεις πιό δύσκολα, εκτός άν γνωρίζει μέχρι πού φτανει το πάπλωμα (συχνάκις γνωρίζει καλύτερα από την «αιθερία»).
Παραθέτω και τη σχετική παροιμία «Ψωλή καυλωμένη, Τούρκος αβάφτιστος»
Βρέθηκε κάποιος καταμετρητής που δεν τους φοβόταν (ούτε κι εκείνοι...) αλλά είπε οτι του απαγορεύονταν να ανοίξει την αυλόπορτα και να μπεί κι αν θέλουμε να χτίσουμε απέξω (με μπετόν οπλισμένο παρακαλώ) θέση για το ρολόι και να ζητήσουμε από τη ΔΕΗ μεταφορά κλπ κλπ. Οπότε άν τους τηλεφωνώ απο Αυστραλία με δορυφορικό μέχρι το 3025 θα έχω αποσβέσει τη μεταφορά του μετρητή.
Το πρωτοείδα γραμμένο (με χρήση λάιτ ΟΥΣΤ) στο στριπ Μήτσος και Κατινάκι του Δ.Καμένου στην Ελευθεροτυπία των '70ς και μου κόλλησε και το χρησιμοποιούσα.
Φυσιολογικά το pH του σπέρματος είναι ελαφρά αλκαλικό και κυμαίνεται από 7,2 – 7,7. Το αλκαλικό pH προστατεύει τα σπερματοζωάρια από την οξύτητα του κολπικού υγρού.
Το pH του δέρματος είναι από 4,5 - 6 ( ο ιδρώτας είναι ελαφρά όξινος). Τα καλλυντικά θεωρούν Μ.Ο. pH δέρματος 5,5 οπότε όσα είναι γύρω απ΄αυτή την τιμή είναι «ουδέτερα» για το δέρμα.
Το pH των κολπικών υγρών, (3,8-4,5) είναι ότι πρέπει για να χαλαέι δόντια (ιδίως τα μπροστινά). Το pH του σπέρματος (7,2 – 7,7) καταπολεμά τις ξινίλες και τις καούρες.
Δίδαγμα: α) Οι άνδρες να πλένουν τα δόντια τους μετα τό γλειφομούνι
β) Τί το θες το Maalox αγάπη μου:
Νομ'ιζω οτι πρέπει να ξεκίνησε απο τις στρατιωτικές κλπ σχολές, όπου οι φοιτούντες έχουν το διακριτικό του έτους στην επωμίδα. Νο 1=πρωτοετής άρα ...