Ο μπαγαπόντης δηλαδή;
Έτσι είναι όπως το λέει ο/η zentai. Δείχνει ότι το πράμα έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο κι ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει και κάνει και ζημιά.
Και το κιρκινέζι
Ωραίος! Τσίμπα τα αστεράκια σου, πετυχημένη έκφραση!
Η έκφραση αυτή βλάζει τον Σερ Εντμοντ Χιλλαρυ που κρύβεται μέσα μου!
Για τους φίλους της Ρεγγκε προτείνω το τραγούδι Χριστόφορος Κολόμβος του Μπέρνινγκ Σπήαρ.
Γνωστη και ως «Φρατζολίνα Ζολί»
Σόρρυ για τα ορθογραφικά ...
σπεεκ ... και το www.etymonline.com χρησιμότατο ...
Αργησες ρε παικτη, αλλα εγραψες ως συνηθως.
Το χαλκιδικιωτικο αντιστοιχο νομιζω οτι ειναι το καλπουζανης (προφερεται καλπουζαν'ς με νιι) προερχομενο απο το καλπικο.
Μπράβο ρε Vrastaman, απορώ πως έλειπε ο ορισμός μέχρι τώρα. Φοριέται πολύ, ειδικά τα καλοκαίρια!
Σωστός acg, είμαι αυτήκοος μάρτυς, όταν η γιαγιά μου είπε: Ο Γαλατσάνος είναι μεγάλος καλπουζάνς....
Σωστός! Συμπληρώνω απλώς, ταπί και ψύχραιμος...
Ακριβώς φίλε GATZMAN. Παραθέτω αυτολεξεί τον Τριανταφυλλίδη:
Παγαπόντης: άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης ή απατεώνας: Tον ξεγέλασε ο ~ και του πήρε τα λεφτά. [μπαγαμπ-: ιταλ. vagabond(o) `που περιπλανιέται, δε δουλεύει, άχρηστος΄ -ης κατά το κατεργάρης > βαγαμπόντης > μπ- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > tom-b]· μπαγαπ-: < μπαγαμπόντης με ανομ. ηχηρ. [b-b > b-p]· παγαπ-: αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα· μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ισσα]
πανίνι με πανίνι
Και αυτό είναι slang, γιατί;
Η προσωπική μου άποψη - την είχα γράψει παλιότερα στο φόρουμ - είναι ότι λέξεις που έχουν καταγραφεί στα μεγάλα σύγχρονα λεξικά (Ιδρ. Τριανταφυλλίδη και Μπαμπινιώτης) δεν υπάρχει λόγος να καταχωρίζονται και στο slang.gr, ειδικά με τις γνωστές σημασίες. Βρίσκω ότι έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον και πλάκα να ψάχνουμε να ανεβάσουμε λέξεις που οι επίσημοι λεξικογράφοι δεν έπιασαν. Βεβαίως γνωρίζω ότι την άποψη αυτή την ασπάζεται μόνον μια θλιβερή μειοψηφία. Αλλά, παρόλαυτα, επιμένω - ειδικά αν είναι να αναπαράγουμε όπως εδώ σχεδόν ατόφιο και τον ορισμό, τα σχόλια και την ετυμολογία του Τριανταφυλλίδη.
Πάρα πολύ καλό!
Το έχω ακούσει, αν θυμάμαι καλά, από τη γιαγιά μου, σε φάση που κάποιος στεκόταν πάνω από το κεφάλι της «τι στέκεσαι εδώ σαν δραγουμάνος». Προφανώς, όπως οι Δραγουμάνοι στεκόντουσαν πάνω από επίσημους ή επικεφαλής αμίλητοι και άκουγαν, έτσι στέκεται και αυτός που «είναι σαν το χάρο πάνω από το κεφάλι μου».
Εντάξει, αυτή η χρήση που άκουσες από τη γιαγιά σου είναι που έχει το ενδιαφέρον και θέση στο σάιτ. Δηλαδή, ο βασικός ορισμός θα μπορούσε/έπρεπε να είναι ακριβώς αυτός που στέκεται σαν τον χάρο, συνώνυμο του μπάστακα π.χ.. Τα υπόλοιπα εγώ θα τα θεωρούσα συμπληρωματικά, επεξηγηματικά και όχι κατ'ανάγκην και απαραίτητα μια και η καθιερωμένη σημασία της λέξης είναι πολύ γνωστή. :)
Και αυτό που κάνει ο καλπουζάνης είναι, βεβαίως, η καλπουζανιά. ΟΚ, ποιός θα τ'ανεβάσει αυτά;
kreps, όταν η γιαγιά σου αναφερόταν στον Γαλατσάνο του παραδείγματος εννοούσε κάποιον από τη Γαλάτιστα ή κάποιον με το επώνυμο Γαλατσάνος; Διότι, αν είναι το δεύτερο να ψαχτούμε για συγγενολόγια ...
Έχεις δίκιο Πονηρόσκυλο, MEA CULPA, της γιαγιάς ο ορισμός είναι ουσίας. Τώρα ξέρουμε :)
Πονηρόσκυλο ναι, από Γαλάτιστα! Η γιαγιά είναι από Άγιο Πρόδρομο (το Σουβλακοχώρι), ο παππούς από Βασιλικά. Εσύ;
Ωραίος!
Μια γιαγιά Πολυγυρνιά. Στον Πολύγυρο, το Γαλατσάνος είναι και επώνυμο.
Η εκ Αγίου Προδρόμου καταγωγή της γιαγιάς σου εξηγεί και την τοποθέτησή της έναντι των εκ Γαλάτιστας. Και που να δεις τι λένε για τους Γαλατσάνους οι Βαβδινοί ...
Ας συγκρατηθούμε, όμως ... συνέλευση εθνικοτοπικής το κάναμε ...
Και λύκο λέμε κάποιον που δε σαλεύει και κινείται μόνο ντουγρού, λόγω του κόκαλου που έχει ο λύκος στο λαιμό, κόκκαλο που τον εμποδίζει να στρίψει το κεφάλι του.