Εξού και η ατάκα: «Ρε συ τι άλογο είναι αυτή ρε; Άμα σπάσει πόδι θα της κάνουνε ευθανασία...»
Ε όχι και χασογκόλης ο Θεός. Μην τρελαθούμε κιόλας.
χρησιμοποιείται κ για το κακάσχημος
Άραγε συνδέεται ετυμολογικά με τον κάγκουρα; Αν ναι, πιθανόν να αποτελεί κιόλας την προέλευσή του.
Πολύ ενδιαφέρουσα λέξη. Χρησιμοποιείται μόνο για αυτοκίνητα ή και γενικότερα;
Dear GATZMAN, Τις τελευταίες μέρες έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στην αρχική σελίδα για το τι θεωρούν οι χρήστες καταχωρίσιμο σε αυτό το site - δεν ξέρω αν την είδες. Και, επειδή την έχουμε πρόσφατη αυτή τη συζήτηση, από ενδιαφέρον ρωτάω: Γιατί καταχωρίζεις αυτή τη λέξη; Δεν είναι ούτε slang ούτε αργκό ούτε αδόκιμη. Είναι μια λέξη μεσαιωνική της Κρητικής διαλέκτου (υπάρχει και στον Ερωτόκριτο), έχει ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη εδώ και αιώνες, έχει γραφτεί χιλιάδες φορές και υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Και οι δυο διαφορετικοί ορισμοί που δίνεις είναι επίσης παγκοίνως γνωστοί και αποδεκτοί και απλώς εξειδικεύουν τη βασική σημασία της λέξης: τρελός, άφρων.
καμιά σχέση με τον πινινφαρίνα που κάνει αυτοκίνητα να γλείφεις και τα δάχτυλά σου; ναι/όχι κ γιατί:).
στο εξωτερικό (ή γαλλία ή ιταλία, δε θυμάμαι, μάλλον το 1ο) έχω δει πολύ πετυχημένη παραποίηση του κέλτικου σταυρού, που συνήθως συνοδεύει τα φασιστικά συνθήματα.
ζωγραφίζεται με άλλο, ει δυνατόν, χρώμα, μια κρεμάλα, σαν αυτές του παιχνιδιού, που ακουμπάει στον σταυρό στην πάνω μεριά της κατακόρυφης γραμμής.
κρεμάλα στους φασίστες
αν έχει κανείς να εισηγηθεί μεταποίηση με κονσερβοκούτι, ας νιώσει ελεύθερος:Ρ
Έχω την εντύπωση πως η έκφραση χρησιμοποιούνταν και προ γραφιστικής (δηλ. προτού διαδοθούν τα συστήματά της στην Ελλάδα), αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πότε την πρωτοάκουσα.
Σωστόοοςςς
φίλε george, το να είσαι ή να το παίζεις μούρη και το να μη σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα.
ρε παιδια σορι. πάνω στη βιασύνη μου τα κανα σκατά. Εννοώ ''πλαστική'' στο παράδειγμα
Ρισπέκτ. Αυτή δεν είναι φωτογραφία, είναι σύνοψη σεναρίου ... «Όλη τη νύχτα έβρεχε αδιάκοπα. Το μικρό χωριό στους πρόποδες των Ουκρανικών Καρπαθίων ...»
Η έκφραση είναι το μουνί σέρνει καράβι ή το μουνί σέρνει καϊκι. Έχω την εντύπωση ότι όταν ο ποιητής έλεγε καράβι, καράβι εννοούσε και όχι άντρα. Είναι, νομίζω, μια μεταφορά που θέλει να δείξει, μέσω της υπερβολής, τη δύναμη που έχουν οι γυναίκες. Αν κάποιος είναι σίγουρος για τη σημασία και ξέρει και κάτι για την προέλευση της έκφρασης ας την ανεβάσει ως λήμμα χωριστό.
Α, ναι ... η λέξη του λήμματος συνήθως μπαίνει και κάπου στο παράδειγμα ...
Κακοτράχαλος, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, είναι ο άγριος, ο δύστροπος, ο ζόρικος τύπος. Και δεν νομίζω ότι είναι slang.
Εγω το ξερω χαλιαμπάλιας αλλα για να το λες, κατι θα ξερεις παραπανω. Αλλο συνωνυμο ειναι και το χαρμπαγιάγκαλος.
Το κρασακι του Τσου all the money ομως... Εψαχνα κι εγω κατι για να το ανεβασω:)
Ναι, οντως χρησιμοποιειται για το κακασχημος ιδιως με την προσθηκη «λουκουμας» ωστε να γνωριζουμε ολοι τι ακριβως ειναι στραβοχυμενο.
Παρακαλείται όποιος έχει το σχετικό ηχιτικό ή βιντεακό υλικό να το ανεβάσει για το φουλ εφέ. Ευχαριστώ.
Η φουλ εκφραση ειναι «τριχα απο μουνι σερνει καραβι» και υπαρχει και η εκδοχη «αν δεις καραβι στο βουνο, μουνι θα το 'χει συρει». Κατα τ' αλλα, συμφωνω με το ντογκ;)
αν κ είναι από άλλη παροιμία, θα καταθέσω την εναλλακτική της εκδοχή εδώ, γιατί έχει πέσει πολλή μουνολογία
ή στραβά είν'το μουνί, ή στραβά γαμάμε.
μαζί μ'αυτό, ξανακαταθέτω την πρόταση να κάνουμε κατάλογο συνωνύμων για σημαντικές λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου, όπως πούτσα κ μεθάω.
τέλος, θα ήθελα να μοιραστώ την απορία γιατί έχουμε τόσα συνώνυμα για την πούτσα, ενώ για το μουνί τπτ.
κ μην ξεχνάτε, σας αγαπώ.
α, ναι;; εγώ το ήξερα ως επίθετο. το είχα ερμηνεύσει ότι τον/την έχυσε στραβά ο πατέρας κατά την τελεσφόρο γενετήσια πράξη, οπότε βγήκε λάθος.
επίσης το πουτσίζω χρησιμοποιείται κατ'αντιστοιχία του αγγλοαμερικάνικου «cock» (το ρήμα όχι το ουσιαστικό) που σημαίνει «καρφώνω», «γαμάω σκληρά», «πηδάω μανιωδώς», κ.ο.κ. (cock), για παράδειγμα:
- Θα πουτσίσω τη Μαρία σήμερα, έχουμε να το κάνουμε 10 μέρες και έχω τρελή όρεξη
Σπεκ. Αυτο ακριβως. Τιποτ' αλλο.
αλλά ποτέ μουτζαχεντίν