Λαζαρούδια είναι, σύμφωνα με το σημείωμα, τα κάλαντα που λέγανε κατά το Σάββατο του Λαζάρου, και, συνεκδοχικώς, τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα και πιο μεταφορικά οι νέοι και άπειροι άνθρωποι, όπως τους βλέπουν οι πρεσβύτεροι και πιο πεπειραμένοι.
Βγήκαν τώρα και τα λαζαρούδια να μας πουν τι θα κάνουμε.
Σχετικό σημείωμα του Ν. Σαραντάκου, περιέχει χρονογράφημα του Γ. Κοτζιούλα για τα λαζαρούδια.
Σχετικό άρθρο πάλαι ποτέ διαλάμψαντος Σλάνγκου, πολύ πιο αναλυτικό από τον ορισμό μου (και σε ορισμένα σημεία σχεδόν δικαιολογητικό του φαινομένου- τέσπα), όπου βλέπω ότι χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμός ζαχαροπατέρας. Εγώ το είχα πει ζαχαρομπαμπάς, το οποίο δίνει μόλις δύο χτυπήματα στον γούγλη, ενώ το ζαχαροπατέρας κανένα άλλο πλην του άρθρου.
(Παρεμπιπτόντως, κάνει σύγκριση και με την αρχαία σημασία του παιδεραστοῦ, στην οποία είχα αναφερθεί πρόσφατα, παρουσιάζοντάς τον ως έναν σούγκαρ ντάντι before it was cool).
Μπράβο στον Σφυρίζοντα!
Φαντάζομαι ομόρριζη σημιτική λέξη είναι το εβραϊκό και βιβλικό nephesh נפש, που αποδόθηκε με την ελληνική λέξη ψυχή.
Με πρόλαβες Σούλτω, λολ!
τὰ σπάει τὸ ἆσθμα!
Δηλαδὴ ἔφτασε ἡ ΤΑΠΑ!
Και έκδοση για κυρίες: Θεούλα
Πες ένα ζώο από Π της λέει, και απαντάει πποπόταμος χαχαχαχα θεούλα είσαι κοπελιάχαχαχαχα
Εφτασε επιτελους η καλυτερη μερα της θητειας. Η "και σημερα".
Ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὸ γούγλη βρῆκα :
Νταμίρα = το φυτό Datura stramonium ή αλλιώς Τάτουλας που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες και ατροπίνη και χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού ἐδῶ.
Ἐπίσης βρῆκα καὶ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ὁρισμὸ ποὺ δὲν ἐμφανίζεται στοὺς ἐναλλακτικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ slang.gr. Tὸ φαινόμενο μὲ τοὺς "χαμένους" ὁρισμοὺς ἔχει ἐμφανιστεῖ κι ἄλλες φορὲς (π.χ. σχόλια στὸ λέσι). Ἄς ρίξουν μιὰ ματιὰ οἱ ἁρμόδιοι.
Τέλος, ἐπειδὴ τὸ νταμὶρ μοῦ 'μοιαζε τουρκομερίτικο, ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἔρευνα στὰ λεξικὰ βρῆκα ὅτι damır, στὰ παλιὰ, τὰ ὀθωμανικὰ τούρκικα, σήμαινε λεπτὸς. ἐδῶ . Πάντως ὑπάρχει ἀκόμη ὡς μικρὸ ὄνομα στὴ Βοσνία. Θυμᾶμαι τὸ Νταμὶρ Μουλαομέροβιτς, παλιὸ μπασκετμπωλίστα ποὺ ἔπαιξε σὲ ἀρκετὲς ἑλληνικὲς ὁμάδες. Κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸ ἐγγλεζικο ὄνομα Slim ἤ τὸ ἰσπανικὸ Delgado.
αυτό το "δεν είσαι αστείος" το είχα πει στην τάξη σε τυπάκο που έκανε τον κουλ τύπο κ σταμάτησε ακαριαία.
Τὸ θαυμάσιο ρεμπέτικο "Ἡ Πειραιώτισσα" τοῦ Γιάννη Παπαϊωάννου σὲ στίχους Κώστα Μάνεση εἶχε (κι αὐτὸ) τὴν περιπέτειὰ του μὲ τὴ λογοκρισία, ὄχι γιὰ ἀναφορὰ σὲ οὐσίες, ὅπως ἦταν συνηθισμένο στὰ προπολεμικὰ ρεμπέτικα, ἀλλὰ γιὰ πολιτικοὺς λὸγους.
Συγκεκριμένα ἡ πρώτη στροφὴ τοῦ τραγουδιοῦ ἀρχικὰ ἦταν:
Ἀπ' τὴν ὥρα στὸ λιμάνι ποὺ σὲ μπάνισα
στὴν καρδιά μου ἔχεις γίνει καπετάνισσα
Τὸ τραγοῦδι φωνογραφήθηκε στὴ περίοδο τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἡ λέξη καπετάνισσα θεωρήθηκε ἀπαράδεκτη ἀπὸ τὴ λογοκρισία, ὡς παραπέμπουσα σὲ "ἄλλες" καταστάσεις καὶ γι'αυτὸ ὁ δεύτερος στίχος ἔγινε:
τὴν καρδούλα μου, κυρὰ μου, τὴν ἀφάνισα
Ξεχάσαμε τὸ μανοῦρι : μανὸς τυρὸς. Ἐξ αὐτοῦ ὁρμώμενος βρῆκα ἐδῶ :
μανός < αρχαία ελληνική μανός :
1.οκνηρός, χαλαρός, μαλθακός, χαύνος
2.αραιός
3.(κυπριακή διάλεκτος) ο φελλός από την δρυ
Τὶ λένε οἱ εἰδικοὶ γι' αὐτὰ;
μάλιστα. παραμένει πάντως το ερώτημα από πού ακριβώς προέρχεται η λέξη, ίζολ κι ας έχουν την ίδια ρίζα manoeuvre και manure, πήραμε το 1ο κ το παραφθείραμε ή το 2ο κ του αλλάξαμε τη σημασία;
(αυτά δεχόμενοι ότι η ρίζα όντως είναι αυτή, κάτι που μου φαίνεται λογικό).
Γιὰ πολλοστὴ φορὰ μαθαίνω κάτι καινούργιο ἀπὸ κάτι ποὺ νόμιζα πὼς ἤξερα. Γνώριζα τη λέξη manure (κοπριὰ) στὰ ἐγγλέζικα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ἀπὸ τὰ σχόλια ποὺ προηγήθηκαν, συνειδητοποίησα ὅτι ἡ κοπριὰ, ἡ μανούβρα καὶ ἡ μανοὺρα ἔχουν τὴν ἴδια ρίζα: τὸ ἐργόχειρο (λατ. manus+opera).
Ἐπ' ευκαιρίᾳ θυμήθηκα καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ Τσιφόρου μανουβρὰζ, ποὺ σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέμε στὰ ἑλληνικὰ management. Ἄν θυμᾶμαι καλὰ ὑπάρχει στὰ "Παιδιὰ τῆς Πιάτσας" σχετικὸ διήγημα.
μόλις έμαθα τη λέξη manure, κ μου γεννήθηκε η αυτή απορία. ο τριαντά, πάντως, το ορίζει μόνο μ' αυτήν την έννοια κ το αφήνει αβέβαιου ετύμου.
Ντουμπλεδιά ονομάζει ο Μυτιληνιός Τάκης Κόντος σε αυτοβιογραφικό του κείμενο τον διπλό πυροβολισμό. Περιγράφει πώς γιά πρώτη φορά ντουντούνισε κι αυτός τη ντουμπλεδιά του ένα βράδυ Ανάστασης "επί Τουρκία" με τη δίκαννη πιστόλα του πατέρα του, ο οποίος αργότερα του έστελνε στο μικρασιατικό μέτωπο κυτία με το βρομόχορτον του Κολόμβου.