Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).
-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;
-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.
6 comments
soulto
Επιβεβαιώνω για χωριά Δράμας.
donmhtsos
Τὸ λέγαμε καὶ στῆν Κύθνο.
donmhtsos
Ἡμαρτημἐνου διόρθωσις: στὴν ὄχι στῆν γαμῶ τὴν ἁμαρτία μου!
dryhammer
Και στη Χίο λέγεται (λεγόταν πια).
soulto
Φρέσκο απντέη από τη μάνα της ντολτσεβιτίστριας (κυριακάτικο μάμασιτιν γιατί):
Περισσότερα για το Ορτάκιοϊ εδώ.
Bender_
@soulto Πολύ πιθανών, διότι και εγώ το πρωτάκουσα από μία γιαγιά ανατολικοθρακιώτισα. Είναι όμως μάλλον σλαβικής προέλευσης.