μπήκε στο πρόχειρο. (μη φάμε κ κάνα ξύλο...)
Εσύ να ανεβάσεις το "σημαία - κοντάρι" και η klitemn το "βάζω πόδι". Αυτά.
εμείς ξέραμε μπάνιο, οπότε χωρίς βατραχοπέδιλα :Ρ
Τώρα που το λες, αυτό το "βάζουμε πόδια" κάτι μου λέει. Πάντως η διαδικασία γινόταν σιωπηλά (πλην σχολίων / καυγάδων για κλέψιμο), χωρίς τις λέξεις που αναφέρει ο Τζήζας.
χτηνε, πραγματι ηταν κι αυτο ενας τροπος να αποφασιστει ποιος θα ξεκινησει/γλυτωσει κατι (αλλα οχι σε χωρο ποδοσφαιροπαίχνιδων: ματς, γερμανικο, πεναλντακια κλπ).
εμεις το λεγαμε πόδι και ηταν ακριβως οπως το περιγραφεις στο πρωτο σχολιο. παραδειγματα: "αντε βαλτε ποδι να τελειωνουμε", "ποιος θα βαλει ποδι απο 'μας?".
Τα βατραχοπέδιλα επιτρεπόσαντε?
χμ. σε μας ήταν 3 βήματα τη φορά, τα μισά επιτρεπόντανε όπως τα λες, και προς το τέλος της κατάστασης, όταν η απόσταση ήταν μικρή, επιτρεπόταν ή όχι (προσυμφωνία) οι "μυτούλες", δλδ ακόμα πιο μικρά βήματα όπου έβαζες τη μύτη του παπουτσιού μπροστά κ ήταν παράδεισος για κλέψιμο.
Σα δε ντρεπόσαστε τσογλάνια :-Ρ
Εμάς τα βήματα γίνονταν ανά ένα, και η μισή πατούσα γινόταν με το μπροστινό πόδι να έρχεται κάθετα στο πίσω, σχηματίζοντας Τ.
εμείς το λέγαμε "σημαία-κοντάρι" απ' τις στάνταρ (τρισύλλαβες) λέξεις που εκφωνούσε ο καθείς ταυτόχρονα με τα τρία βήματα που έκανε. βέβαια, οποιαδήποτε τρισύλλαβη λέξη ήταν οκέυ, οπότε παπάρι, αρχίδι κτλ τις αντικαθιστούσαν αρκετά συχνά.
Εμένα μου θυμίζει αυτό που κάναμε για να δούμε ποια ομάδα θα ξεκινήσει πρώτη, στυλ "τα βγάζουμε", οπου δύο άτομα, ένας από την κάθε ομάδα ξεκινούσαν αντικρυστά να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο βαδίζοντας με μέτρο μήκους την ολόκληρη ή κ μισή πατούσα όποτε συνέφερε κατ' εκτίμηση (η φτέρνα του μπροστινού ποδιού να κολλάει στη μύτη του πίσω), και, κατά το τέλος, και με τη μύτη του ποδιού μόνο. Κέρδιζε αυτός που τα έφερνε έτσι ώστε να πατήσει τη μύτη του ποδιού του άλλου με το δικό του. Δε θυμάμαι αν το λέγαμε κάπως, και σόρυ για τα ελληνικά μου (δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός).
στη βορεια ελλαδα. μολις επιβεβαιωσα οτι το επαιζαν και σε χωρια της σαλονικης.
πληροφορια που ξεχασα: στις 12 ψειρες τα πιτσιρικια παιρνουν το παπουτσι του ατυχου ψειριαρη και το κρυβουν μεχρι να το βρει.
το va niquer ta mère, λοιπόν, μπορείς να το πεις σε μια κατάσταση πχ όπως "je prends le métro, je fais un changement et je me suis fait contrôler. deuxième changement, encore un contrôle. et un sortant, je tombe encore sur des contrôlos! mais allez niquer vos mères!."
ίζολ: "παίρνω το μετρό, κάνω μια αλλαγή, με ελέγχουνε. δεύτερη αλλαγή, μ' ελέγχουνε πάλι. πάω να βγω, ελεγκτής μπροστά μου. ε, άντε και γαμήσου."
το va te faire foutre (chez les grecs) ακόμα κ χωρίς ευφημισμό δεν κολλάει κ πολύ εδώ, ή τουλάστιχον μακράν λιγότερο αυτού που δίνω.
ο εξελληνισμενα γνωστος και ως δισκοτεχνίτης/ισσα!
αντώνυμο: εκεί και τότε
Το δικό μου μήλο πάλι, όχι!
Με αφορμή την ετυμολογία του Χαν.
Καταντήσαμε να μας κάνει κουμάντο μια βαλτοκέλλα.
κέλλα: το μεγάλο κελλί (αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα) στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.
Τραγουδάρα!
Καμιά σχέση με το τσεκίνι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσεκιν(βενετ. λ. zechin) -ι] παλιό χρυσό νόμισμα της Βενετίας, γνωστό στην Ελλάδα ως βενέτικο φλουρί. από εδώ.
Εμένα μου θύμισε το απ' το Καπάνι που ακούγεται πού και πού επάνω (βλέπε εδώ).
Εξαιρετικό!
Να βάλω κι εγώ τον "οβολό" μου στο θαυμάσιο λήμμα:
λυκόπιασμα: έτσι αποκαλεί συχνα-πυκνά ο μπαρμπα-Γιώργος τον Καραγκιόζη.
Ωρέ χουνέρ' που μου σκάρωσες! Θα σ' αφαλουκόψου χαντακουμένου, λυκόπιασμα!
Επίσης το πιο ποιητικό κι αλαφροΐσκιωτο νεραϊδόπιασμα.
Το μήλο κάτω απ την μηλιά :-)
Είναι, πιστεύω, ανάλογη περίπτωση με το "άρτι αφιχθέν" Τσάγαλα με γιαούρτι.
Ωραίο.
Παίζει και η άκρως πατροναριστική μορφή "ο τάδε είναι σαν τον δείνα σε λαϊκή απογευματινή". Το έχω ακούσει πολλές φορές αλλά δεν μπόρεσα να το γουγλάρω.
Αγγλιστί: "X a poor man's Y". Από το :
Jared was horrified when he remembered going home wasted with a Jessica Alba look-alike, then woke up the next morning naked next to the poor man's Rosie O'Donnell.
(Ούρμπαν Ντίξιοναρυ)
Ά να μπράβο, βάζουμε πόδι/πόδια -ή μήπως και ποδαράκι; εκτός κι αν το μπερδεύω με το άλλο ποδαράκι («θα σου κάνω ποδαράκι»), το κλασικό ποδαράκι-στήριγμα για ν' ανέβει ο άλλος ψηλά, να σκαρφαλώσει ή να δεί πάν' απο φράχτη και λοιπά.
Πώ ρε π'στ' τί μου θυμίζετε... Είν' αυτό που λέμε, «άε ρε νιάνιαρο, πού 'χω ξεχάσει στη ζωή μου περισσότερα απ' όσα έχεις μάθει στη δική σου»...