Α μπράβο Cουλτούκω :-)
Θεμελιώδης old skewl σλανγκιά!
@ντράυ: αυτό εννοούσα κ γώ μωρέ, αλλά ήμουνα ακόμα υπό την επήρεια. εδώ ρίο δεν τρώνε πικάντικα, αλλά βορειοδυτικά, bahia κ φεύγα του γαμάνε λίγο τη μανούλα, οπότε βρίσκεις κ εδώ πιπέρια κ πιπεριές που μετράνε.
Χαχαχα!
Διάφορες λεξιπλασίες με αυτό το θέμα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το σκυλέμπριτι.
Λοιπόν, γράφτηκα στο site (το παρακολουθώ χρόνια πολλά βεβαίως) μόνο και μόνο για να μου λυθεί η προαιώνια αυτή απορία (οπότε ξηγηθείτε ρε παιδιά, καημό το'χω):
ΟΚ, το Βέλγιο δεν υπάρχει, το έχω εμπεδώσει κι εγώ από το Fight Club από παλιά. Γιατί όμως; Πώς άρχισε η όλη ιστορία; Μάλλον είχα χάσει την εκπομπή που γεννήθηκε η ιστορία αυτή.
Πανέμορφο φυτό, παρεμπ.
Εμένα δε χρειάστηκε να μου τις ταΐσει άλλος.
Είχαμε κατι γλαστρίτσες στην αυλή (συνήθως τενεκέδες απο βούτυρο επαγγελματικο) με μικρές καυτερές χρωματιστές πιπεριές (οι μωβ καίγανε πιό πολύ) που μου τις έτριβαν στα χείλια όταν έλεγα κακές λέξεις. Αποτέλεσμα: αφεένα να τρώω τις πιπεριές και τα καυτερά από μικρός και αφεδύο να βρεθώ στο slanggr λόγω λεξιλογίου.
Εχει κάτι πιπεριές που γαμάνε μανούλες.
@ χτήνος: πιό πολύ καίνε οι καυτερές πιπεριές που έχουν δίπλα στά αλατοπίπερα πάνω στο τραπεζάκι (και καίνε δυό φορές- μιά στό έμπα και μιά στό έβγα το άλλο πρωί που κολλάει το φλουδάκι)
παρεμπτίπτουσλυ, πολλά μπαχαρικά είναι ελαφρά παραισθησιογόνα, (μοσχοκάρυδο, άνηθο, κ.ά.π.) οπότε άν αντέξεις την πόσότητα που απαιτείται "την ακούς" κανονικά, αλλά συνήθως είναι σκατοακούσματα (φρίκες, εμετοί, χάλια, κακό ξενέρωμα κλπ κλπ)
Εγώ θέλω να καταθέσω ότι οι γείτονες Τούρκοι με απογοήτευσαν σφόδρα πριν από κάμποσα χρόνια στη Σμύρνη που ζήτησα σ' ένα μπαχαράδικο το πιο καυτερό τους πιπέρι, ελπίζοντας σε κάτι που να το τρως και να παθαίνεις τουλάχιστον καρκίνο. Μου έδωσαν μπούκοβο οι άθλιοι.
η βίκη λέει οτι η λέξη είναι η παθ. μετοχή του enschilar που το εξηγεί ως "βάζω τσίλι κάπου" (σε φαγητό προφ.) οπότε συνάγω οτι το σλανγκομεξικάνικο βγήκε από τίς παρενέργεις του τσίλι-ovedose σάν να λέμε chili-αρίστηκα (γι αυτό είπα δες την ετυμολογία)
ωπ, σωστός, παρασύρθηκα απ' τ' αγγλικά. προφ. είναι με ένα -l- κ όχι με δύο, -ll-, όπως το έγραψα. η λέξη είναι ίδια, αλλά δεν έχει να κάνει με το φαγητό, εκτός του ότι το φαγητό έχει τσίλια.
να μη σου τύχει, όπως και νά 'χει...
Το άσχετο (;) σχόλιο (συντομευμένο γιατι βαριέμαι το γράψιμο):
Φίλη, μου διηγόταν για μια εκδρομή της σε νησάκι των Κυκλάδων, κάποιο πολύ παλιό καλοκαίρι όπου στην παραλία την έπιασε κόψιμο μέρα μεσημέρι, απο 'κείνα που περιγράφει ο ορισμός. Με τα πολλά βλέπει ένα σπιτάκι κοντά στην παραλία, φτάνει με σοκ και δέος και κρύο ιδρώτα ως εκεί, χτυπάει, τήν βλέπουν την λυπούνται, της δείχνουν την τουαλέτα, μπαίνει, κάθεται, κλείνει τα μάτια και ...αααχχχ!!! κι όταν τα ανοίγει βλέπει μπροστά της ...τη λεκάνη. Πάνω στη φούρια είχε καθήσει στο μπιντέ!
"Τηλ στο Ρέθυμνο: έλα ρε ξαδερφε, ηντα γίνεται, καλά; τα κοπέλια οι γέροι οι αίγες; μπράβο, μπράβο. Πήρα να σου πω ΤΙ ΚΑΥΛΑ ΜΥΖΗΘΡΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ;"
Και καλή μας όρεξη.
Νενίκησες τον Χαλικούτη :Ρ