Και η απάντηση:
«Δεν τον θέλω ούτε για αυτοφωράκια, ούτε για συνεργάτη. Οι βαρώνοι του κόμματός του τον θέλουν για αυτοφωράκια της ήττας», είπε ο κύριος Τσίπρας μιλώντας από τα Χανιά όπου περιοδεύει. (Εδώ).
Ειδικότερα, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης κατηγόρησε εκ νέου τον πρώην πρωθυπουργό ότι επέλεξε τις εκλογές γιατί «κουράστηκε, θέλει να φύγει, δεν μπορεί, δεν το αντέχει» και πρόσθεσε: «Επιμένω ότι θέλει να την κοπανήσει, διότι όταν λέει αυτοδύναμος που δεν μπορεί και όταν λέει μόνο με τους ΑΝΕΛ και με κανέναν άλλο σημαίνει ότι αυτός μόνος του βγάζει τον εαυτό του από τη μέση. Γιατί σκέφτεται ίσως, σου λέει '40 χρονών είμαι, να πάω εγώ τώρα να εφαρμόσω τέτοια μέτρα; Ας κάτσω στην άκρη, να περάσουν 1-2 χρόνια, να' ρθει κάποιος άλλος, να βρούμε τον αυτοφωράκια που θα τον βάλουμε μπροστά, να τον πάρουνε μέσα».
:-)
Η και frontman
Θα έλεγα fall guy, που όμως έχει ευρύτερη σημασία
Πώς είναι στα αγγλικά ο "αυτοφωράκιας";
Η Λενιώ πιά, μεγαλοκυρά, ήρτε στα σύγκαλά της και καμάρωνε το Νικ τόσο, που τον θύμιαζε με Σταυρού λουλούδι μην της τον ματιάσουν, γιατί όλοι αποθαμάζανε το σκύβαλο τούτο που γίνηκε βαρύς νοικοκύρης. Μα πιότερο, πώς κατάφερε να γίνει όσο τόσο γιαβάσης και καλοσύχαρος. Απορούσε κι αυτή. Πού βρέθηκε τόση καλοσύνη μες στο παλιοτόμαρο τούτο, πώς ημέρεψε τ' ανήμερο θηριό? Τι τον έκανε ν' αλλάξει? Η ξενιτιά, το συχνώτισμα με τον κόσμο τον ξένο?
Στρ. Αναστασέλλη "Απανωγότερη" (Κερατοζωή, εκδ. Θεμέλιο 1975)
Η τηλεόραση LCD πώς λέγεται; Μήπως μολκρυσταλλοσινού;
Εδώ βρήκα ότι bulaşık σημαίνει (μεταξύ άλλων):ύποπτος, παράνομος, βρώμικο(ς), πιάτα και λάντζα. Δεν ξέρω αν βοηθάει στην προσπάθεια για ετυμολόγηση.
Καμιά ιδέα για την ετυμολογία του μπουλασιλίκι? Πολύ πρόχειρα βλέπω ότι τα bulaşık / bulaşıcılık παραπέμπουν σε μεταδοτική ασθένεια / σήψη.
Squadron leader, καταθέτω τα καρασπέκια μου, πρότεινες μια πφειστικότατη ετυμολογία για το σινάχης με ι που έλειπε. Κύδος!
Οπότε εξηγείται και το μπουλασιλίκι (=οργή, θυμός) του άσματος και φυσικά ο δικός μου ορισμός στο συναχωμένος είναι όλως διόλου άσχετος και αυθαίρετος.
Καλώς σας βρήκα! Πάντως ξαναφεύγω αύριο για σύντομες (αναλόγως καιρού και ψαριών) ψαρευτικές διακοπές.
Καλώς τον Δον! Μας έλειψες το καλοκαίρι! Ελπίζω να γυρίσεις ανανεωμένος με ναυτική και κυθνιακή σλανγκ.
Βάσιμο. Έχουμε δλδ πιθ. σχέση με το τουρκ. silah = όπλο > silahlık = ζώνη για όπλα.
Ίσως περισσότερο από την κυνάγχη, να έχει σχέση με το σελάχι (φαρδιά ζώνη & εξάρτυση) των ανατολιτών και εν είδει των αρρένων Οθωμανών υπηκόων (βλ. και μάλλινο ζωνάρι του Σταύρακα αλλά και άλλων λαϊκών επαγγελματιών π.χ. ψαράδων μέχρι και τα '60ς) χωρίς όμως όπλα παρά μόνον ατομικά είδη (π.χ. ταμπακιέρα, μεδουλάρι κλπ).
Ενώ σηκώνει ολόκληρο σχετικό άρθρο, ελλείψει χρόνου, να αναφέρουμε εν τάχει ότι στο σελάχι αυτό, εν καιρώ ειρήνης, αψηφώντας το Νόμο και τις συνέπειές του, μόνον οι ζεϊμπέκηδες, οι γενίτσαροι αλλά και τα παλουκάρια του κοσιένα, κουβαλούσανε όπλα (εκηβόλα και αγχέμαχα) και κατ' επέκταση την ανεξαρτησία, την μαγκιά και το αντριλίκι τους.
Στο βιβλίο για τα ρεθεμνιώτικα επαγγέλματα του δρόμου του Α. Δαφέρμου "Παραδοσιακά Επαγγέλματα που Χάνονται" (Ρέθυμνο 2007), αναφέρεται -μεταξύ άλλων- ο σιναχλής (παραφθορά εκ του σελαχλής), ήτοι ο κατασκευαστής εξάρτυσης για την ρεθεμνιώτικη παραδοσιακή φορεσιά, με πέτσινα λουριά για την οπλοφορία (!)
Μάλιστα, διασώζει και την έκφραση "άξιο το σιναχλίκι σου!" στον παραγγείλαντα σχετική εξάρτυση από τον κατασκευαστή, δηλαδή σου ταιριάζει επάξια να φορέσεις την π ο λ ε μ ι κ ή εξάρτυση, δεδομένου ότι δεν την φορούσε όποιος κι όποιος, παρά μόνο οι (τ ό τ ε) λεβέντες.
Εφ' όσον λοιπόν, προηγείται ιστορικά η λέξη -έστω- σινάχης του "συναχωμένου που έρχεται από πέρα", τότε το δεύτερο αποτελεί παρετυμολογική ανάπτυξη του πρώτου, το οποίο με την σειρά του δεν αποκλείεται να προέρχεται από τον άνω σιναχλή/σελαχλή (συνεκδοχικά από τον κατασκευαστή σιναχλικιού στον φέροντα), ήτοι τον μη κωλώνοντα να φέρει όπλα και ως εκ τούτου τον άντρα τον πολλά βαρύ, πράγμα στο οποίο συνηγορούν και τα περαιτέρω συμφραζόμενα του τραγουδιού (φέρει δίκοπη μαχαίρα).
Άλλωστε, κατά λογική ερμηνεία, θα ήταν μάλλον κωμικό ένας μοβόρος τύπος που αφαιρεί ζωές για ψύλλου πήδημα, να χαρακτηρίζεται εκ του γεγονότος ότι τρέχει η μύτη του...
Κάτι τέτοιο.
Ωραίος ο Δον. Θυμάμαι, εν έτει 1988 πιλάφι του ΠΝ να μου εξηγεί το ρ. βογάρω ως σπρώχνω, έννοια που ταίριαζε με τις ενέργειες του σκάφους εκείνη την ώρα.
Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Νομίζω ναι. Βέβαια δεν ξέρω ποια φόρτιση ακριβώς είχε το ὀνομάτοι, αν ισχύει η ετυμολογία αυτή.
Χα! Προσθέτω την ανάγνωση της αυτοβιό στην λίστα του ντου!
Είναι και απάντηση κτηνοβάτη που η σεξουαλική του ζωή έχει φτάσει σε ένα τέλμα. Όταν τον ρωτάει πώς πάει η ερωτική του ζωή, απαντά, "τίποτα μωρέ, μια απ' τα γίδια".