Πολύ δυνατό λήμμα!

#2
soulto

in τραβαγιάρω

Κούdoς για τον κώδωνα Χότζα.

#3
HODJAS

in τραβαγιάρω

Πολύ καλή δουλειά!

Υπ' όψιν Νο.1: Κρούεται ο κώδων του (αν-)ιστορικού ευγονισμού: Αρβανίτες & Σλάβοι και οι εντεύθεν επιρροές, υπήρχαν σε ΟΛΑ τα νησιά του Αιγαίου (ΚΑΙ στην Κρήτη).

Υπ' όψιν Νο.2: Πολλοί ιταλισμοί κομίσθηκαν στον Ελληνικό χώρο από Αρβανίτες -μεταξύ άλλων-, διότι ταξιδεύουν ΚΑΙ αυτοί.

Τούτο λέγεται διότι τα τελευταία χρόνια παραχαράσσεται λαϊφσταϊλατζήδικα (και) η Ιστορία (γιατί όχι?) με a posteriori "επιλεκτικές καταβολές" από Ενετούς (sic), Γενουάτες, Λεβαντίνους κλπ, ενώ (φυσικά) Βλάχοι, Αλβανοί, Γύφτοι, Τσάμηδες, Οβρέοι, Ζλάβοι κλπ αχαρακτήριστοι -αν ποτέ υπήρξαν στον γεμάτο ιστορία και δόξα τόπο μας- διαβιούσαν πολύυυ μακριά από ΕΜΑΣ (στην απέναντι γωνία-εν προκειμένω στο αντίκρυ νησί), όπως λέγεται και το παράδοξο "εμείς δεν έχουμε κατσαρίδες, ο λεχρίτης απέναντι τις φέρνει"...

Παραφράζοντας: Rise WITH your neighbours - NOT above them ! Και τσίου ;-)

#4
σφυρίζων

in φρεντόμαγκας

Live your Mirth in Greece.

#5
donmhtsos

in φρεντόμαγκας

Η...μυθολογία επαναλαμβάνεται!

#6
donmhtsos

in τραβαγιάρω

Όταν ξεκίνησα να γράψω αυτό το λήμμα, δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που θα επακολουθούσε. Για μένα ήταν η καλύτερη εμπειρία πού είχα μέχρι τώρα στο slang.gr. Νομίζω πως αυτό ήταν ένα λαμπρό δείγμα ομαδικού έργου.( Μετα τα προηγηθέντα δε λέω "δουλειά", επειδή αυτό που κάνουμε δεν γίνεται από καταναγκασμό, αλλά γιατί το γουστάρουμε!) Ευχαριστώ και πάλι όλους, όσοι συνέβαλαν στό να μετατραπεί μια "ταπεινή" λέξη της Θερμιώτικης ντοπιολαλιάς σ' ένα θαυμάσιο ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο!

#7
dryhammer

in στειλιάρι

Κι εμείς στη Χίο, στελιάρια τα λέμε και στυλιάρια τα γράφουμε...

#8
xalikoutis

in φρεντόμαγκας

Στα κατιμάς, ο φρέντο γεννήθηκε από το κεφάλι του φραπέ.
Πςς!

#9
Khan

in φρεντόμαγκας

Λολ! Εδώ που τα λέμε, το Φρέντο είναι από καιρό πιο χαρακτηριστικός ελληναρισμός από τη φραπεδιά.

#10
Khan

in κονσοματρίς

E, ναι, πολύ βασικό.

#11
σφυρίζων

in κονσοματρίς

Στος! Πέον να σημειωθεί ότι οι aficionados τση κονσομασιόν αποκαλούνται πουτανοκονσόμηδες.

#12
soulto

in τραβαγιάρω

οι καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη),

Οι ορισμοί του Δον, είπαμε: μυρίζουν θυμάρι. Στη Σίφνο, οι αναβαθμίδες λέγονται "λουριά".

#13
Khan

in τραβαγιάρω

Από την εποχή του ντράβαλα, όπου ήταν ο πρώτος συνειρμός στα σχόλια, έχουμε βυθισθεί στον τουκανισμό.

#14
Khan

in πονηροντόγκα

Χαχαχαχαχα, είναι αυτό που λέμε no pun intended.

#15
soulto

in τραβαγιάρω

Ελαπαναΐαμ, πως μιλάς ετς, το εσρ το ρώτησες; Έχει και πρόεδρο την Πρώτη φορά Αριστερή βασιλομήτορα.

#16
σφυρίζων

in πονηροντόγκα

ΡΤΠ ακούει? :-)

#17
σφυρίζων

in τραβαγιάρω

Σωστά! Προς αποφυγή κάθε παρανόησης τραβέλι ετυμολογείται εκ των Λατ. trans- και του vestire, δηλαδή, "ντύνομαι σαν τον Βαρουφάκη".

#18
vanias

in τραβαγιάρω

πληρέστατος ορισμός και σχόλια, εύγε. όμως παλούκια, ταξίδια, βάσανα και ταλαιπωρίες κι ούτε μια αναφορά - έστω και τ. "να μη συγχέεται"- στον φορέα που ενσωματώνει όλα τα ανωτέρω (και μην ακούσω για ετυμολογίες).

#20
Khan

in λατσοτέμπα

Καλώς μας μπήκε το καλοκαίρι!

#21
σφυρίζων

in αούγκανος

Χωρίς σχόλια

#22
σφυρίζων

in αφτεράδικο

Είναι τόσο άδικο..

#23
σφυρίζων

in τραβαγιάρω

Στα αγγλικά η λέξη travail εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρύτατα.

#24
Khan

in τραβαγιάρω

Και για να συνοψίσω μερικά από τα πολύ ενδιαφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο:

1) Την ίδια ετυμολογία έχει και το αγγλικό travel = ταξιδεύω. Τόση ταλαιπωρία, βάσανο και εξουθένωση ήταν τα ταξίδια! (Δες και εδώ).

2) Την ίδια καταγωγή έχουν και τα ντράβαλα. Πιθανόν από το ιταλικό travaglia που σχετίζεται με το γαλλικό travailler.

3) Βρίσκουμε διάφορους τύπους του τραβάγια στην Κρήτη, αλλά και στην Κέρκυρα. Εδώ θα μπορούσαν ίσως να συνεισφέρουν οι Κρητικοί του σάιτ. Είναι πάντως πολύ ενδιαφέρον που το βρίσκουμε και στην Κύθνο.

4)Τώρα αφήνεται ανοικτό στο άρθρο του Σαράντ αν το λατινικό όργανο βασανιστηρίων προέρχεται από το ελληνικό ή μήπως το αντίστροφο. Να συμπληρώσω εδώ ότι στα ελληνικά πάντως το παλούκι ετυμολογείται από <μεσαιωνικό παλούκιον < λατινικό paluceus < palus = πάσσαλος, που μας δίνει και το μεταγενέστερο πᾶλος. Ο δε πάσσαλος φαίνεται να σχετίζεται μέσα από μια διαδικασία με το πήγνυμι (και το πήζω), τα οποία όμως είναι συγγενή με το λατινικό paciscor (συνάπτω συνθήκη) που έχει μετοχή pactus (δηλαδή και με τις διάφορες ευρωπαϊκές λέξεις που σημαίνουν την ειρήνη) ενώ είναι συγγενή και με το λατινικό palus = πάσσαλος. Συγγενές είναι και το γερμανικό fähig= ικανός (< αρχαίο γερμανικό fahan).

Μακρηγόρησα στο τέλος, πάντως αξίζει να διαβαστεί το συναρπαστικό άρθρο του Σαραντάκου που παρέπεμψα.

#25
patsis

in πουλεύω

Ίσως μόνο "την" πουλεύω, αλλά δεν είμαι σίγουρος.

#26
Khan

in τραβαγιάρω

Ωραίος Δον! Ως απλός μεταπράτης θα παραπέμψω σε ένα από τα λίγα αλλά πολύτιμα λήμματα που οφείλουμε στον κυρ-Σαράντ, τα ντράβαλα, όπου έχει γίνει συζήτηση και στα σχόλια (ίσως ο Χαλικούτης και η Ιρονίκ να έχουν κι άλλα ακόμη να συνεισφέρουν) και μετά ο κυρ-Σαράντ έγραψε αυτό το άρθρο που κάνει μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες διασυνδέσεις.

(Παρεμπιφτού λέτε να ισχύει κι εδώ το "αντιδανεικά όλα είναι αντιδανεικά" και να προέρχονται όλα αυτά από το τριπάσσαλον ή πορτοκαλίζουμε, νομίζω ο κυρ- Σαράντ το αφήνει ανοικτό).

#27
σφυρίζων

in τραβαγιάρω

Νάσαι καυλά Δων!

#28
donmhtsos

in τραβαγιάρω

Για να συνοψίσουμε: Το γαλλικό travailler, το καταλανικό treballar,το πορτογαλλικό trabalhar και to ισπανικό trabajar σημαίνουν εργάζομαι, το παλαιό γαλλικό traveillier σημαίνει υποφέρω, προερχόμενο από το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, που με τη σειρά του προέρχεται από το tripalium και σημαίνει τρία παλούκια (στον κώλο)! Τελικά η δουλειά είναι μεγάλο παλούκι! Βέβαια όταν συν-εργάζονται πολλοί/πολλές, όπως στην "προκυμαία" περίπτωση γίνονται πολύ ωραία πράγματα. Ευχαριστώ και πάλι Σφυ και Gala για τη συνεισφορά.

#29
Galadriel

in τραβαγιάρω

Μπα, η τύφλα μου, δεν πρόσεξα ότι το 'χεις αναφέρει ήδη.

#30
donmhtsos

in τραβαγιάρω

Ευχαριστώ. Τώρα πρόσεξα, ότι παρέλειψα να βάλω μεταφράσεις στην ετυμολογία.