Ε ναί ρε, «φίλος», είχαμε δεθεί μ' αυτά και με κείνα, τί θες τώρα;
"φίλος κύπριος". Φίλος????
Κατσουνούι μού 'χε πεί φίλος κύπριος την περισπωμένη, θυμάμαι.
Τέσσερις μέρες. Κόκαλα είχε κείνος ο γκαϊβές?
Αυτά εγώ τα ξέρω καλικαντζούρες εντωμεταξύ, και παίζουνε πολύ και στο ίντερνετ (και όχι μόνο ως λέξη...). Νά μια πρόσφατη επίσημη εμφάνιση:
Ο Μέλερ άρχισε να ξεφυλλίζει μιά μεγάλη ατζέντα, έγραψε κανα δυό καλικαντζούρες σ' ένα χαρτί και το έδωσε στον Γέλμ.
Άρνε Ντάλ, «Μίσος και αίμα», Μεταίχμιο 2012, μετάφραση Γρ. Κονδύλη
Υπάρχει και αυτό το βιβλίο που μιλάει για τη φράση, αλλα δέν το έχω -άν κανένας χριστιανός, ας μας πεί.
Τα καλικαντζούρια ως τύπος είναι ουσιαστικά ήδη παπαδιαμαντικός, με τη σημασία όμως «καλικάντζαροι».
Ἡ Πλανταροὺ ἤρχισε τότε νὰ μέμφεται πικρῶς τὸν υἱόν της διὰ τὴν τόλμην καὶ τὴν ἀποκοτιά του. Τί ἤθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες, νὰ κάμῃ ταξίδι; Δὲν ἄκουε, ὁ βαρυκέφαλος, τὴ μάννα του, τί τοῦ ἔλεγε. Ἀκόμη τὰ Φῶτα δὲν εἶχαν ἔλθει. Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶχε πέσει στὸ γιαλό. Τὸν ἀβάσταχτο εἶχε; Δὲν ἐκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δύο τρεῖς ἡμέρες, νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά, ν᾽ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, νὰ φύγουν τὰ σκαλικαντζούρια; Καλὰ νὰ πάθῃ, γιατὶ δὲν τὴν ἄκουσε.
Αλ. Παπαδιαμάντης, «Φώτα - ολόφωτα», 1894, απο δώ
(Δεινέ, το νού σου! ξύπνησα...)
Επί ανθρώπων καταχρηστικά ίσως, επι χώρων αντικειμένων αντί του στοίχειωσε. Το πλαντάω-πλαντάζω-πλαντώ, έχει την ίδια σημασία που δίνεις (ασφυκτιώ κλπ).
Όταν φοιτητής προ 30ετίας χρησιμοποίησα τη λέξη, καποια κάτοικος Νιγρίτας μου είπε οτι εκείνοι τό έλεγαν (παλιότερα) αποθερμίζω.
Αρτάγκουλας ξέρει κανείς τι σημαίνει;
Συνεχώς το διαβάζω καλιτσουτσούνες.
Είναι ενδιαφέρον που το γράφουν και σωστά και όχι ως κωλάντζα, που θα μπορούσε να έχει την έννοια του απροπόνητου, πλαδαρού σώματος παραφθορά της αυθεντικής κολάντζας. Τι παίζει;...
Στο δικό μου, το λένε προσφόλι και είναι πραγματικό αβγό που πρέπει να προσέξεις να μην το μαζέψεις μαζί με τα φρέσκα.
Στο χωριό μου το λένε "φόλι".
Επίσης, φαίνεται να χρησιμοποιείται πέραν του στίβου, με τη σημασία πάλι «κακός ερασιτέχνης» ας πούμε, «άτεχνος», «άμπαλος»:
μωρή κολάντζα, θες μαγιάτικο με demka 6.25?? διότι για μένα είσαι κολάντζας που το ψάρι δεν πέταξε τη βέργα στα πρώτα τινάγματα. άλλη φορά για μαγιάτικα με χοντρή βέργα και μεγάλα φτεράκια. κολάντζα.
(σόρι για τ' απανωτά)
Δέν το είχα ξανακούσει και το έψαξα στα πεταχτά. Βρίσκω την εξής αναφορά ονλάιν, που δίνει και ορισμό:
όπως λέγεται στον στίβο, «κολάντζες», δηλαδή αθλητές που απλώς συμπληρώνουν τον απαιτούμενο αριθμό συμμετοχών, με βέβαιη την κατάταξή τους στους ουραγούς
Αλλα ρε γαμώτ', απ' το εργαστήρι του μπουζουκοποιού στο μαραθώνιο;... τί παίζει;
O κυρ-Σαράντ γράφει στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται (Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2011) για τα πομοντόρια:
"Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα ιταλικά, όπου η ντομάτα λέγεται pomodoro, κατά λέξη «χρυσό μήλο». Ο τύπος πομιντόρια εξηγείται από έναν χωρισμένο ιταλικό πληθυντικό (pomi d’oro). Σε ένα ποίημά του ο Κοτζιούλας μιλάει για «κομποδόρια αγένωτα». Πράγματι, στην Αρτα τα ντοματάκια λέγονται «κομποδόρια» - παρετυμολογία από τον κόμπο, ασφαλώς. Σε ένα ημερολόγιό του, ο μεγάλος ονοματολόγος Α. Θωμόπουλος γράφει ότι φύτεψε κάτι «μπουρνελοντοματάκια μακρουλά που εδώ [στο Καπανδρίτι] τα λένε κομιντόρια»".
Ελα μωρέ άρχοντα, εδώ κοτζάμ πούστης έγινε φούστης...
Βρίσκω αυτή τη συζήτηση. Παραμένει βέβαια θέμα πώς το πι έγινε κάπα, αλλά το θέμα της κομόντας πιστεύω λύθηκε.
Δεν το κόβω αυτό του Η.Π. Κομοντόρια λένε τα ντοματίνια, προφ < pomme d' or.
δικιά μας είσαι μωρή βίκαρ; δε στον είχα πάρει χαμπάρι..
Άμα θυμώσει θα έρθουν τα πάνω κάτω, κρατάτε πισινές.
Κι αν θυμώσει το μουνί, τον πούτσο κλαίγανε
Δε μιλάς καλά χαν, θα θυμώσει το μουνί.
Επ! Σωστός! Ο paparas με πήρε στο λαιμό του.
Με βάση τα όσα γράφει ο βίκαρ και τα οποία παραθέτω...
...δέον ίσως όπως θεωρήσομε ότι:
α) οι της πάνω Ελλάδος "αποφάσισαν" να χρησιμοποιούν για τον κακό γραφικό χαρακτήρα λέξεις που σήμαιναν "καλικάτζαροι" (λόγω του ασουλούπουτου σχήματος, που γράφει και η Γκαλάντριελ)
β) οι καλικατσούνες είναι κρητικοποίηση (πως λέμε εξελληνισμός) των καλικα(ν)τζούρων, επειδή όπως φαίνεται εμείς οι Κρητικοί (και οι Κύπριοι) αγαπούνε το μόρφημα κατσούν- κι αυτό ακούγανε όταν οι λοιποί λέγανε καλικα(ν(τζούρες.
μορφοποίηση