< λατιν. furca= όργανο (σε σχήμα Λ) βασανιστικής εκτέλεσης στους Ρωμαίους, αντικατέστησε τον σταυρό μετά την επικράτηση του χριστιανισμού. Ο Σιμόπουλος κάνει εκτεταμένη αναφορά στη φούρκα στο Βασανιστήρια και Εξουσία.Τις φουρκάδες= στηρίγματα φυτών τις καταγράφει ως φουρκάλες.
Φουρκάδες, δηλαδή διχαλωτά στηρίγματα σχήματος Υ, χρησιμοποιούσαν πιό παλιά οι ψαράδες, στις ψαρόβαρκες που δεν είχαν μηχανές. Τις πάκτωναν (δυό από κάθε πλευρά) σε ειδικές τρύπες που άνοιγαν στις κουπαστές της βάρκας και απάνω τους τοποθετούσαν διάφορα επιμήκη αντικείμενα, όπως φορητά κατάρτια και αντένες για την ιστιοφορία, καμάκια, κοντάρια και εφεδρικά κουπιά.
Πολύ καλή δουλειά στη διαλεύκανση του λήμματος παιδιά! Κάτω απ' τ' αυλάκι χρησιμοποιείται η λέξη αρκετά και από πολλούς δίνεται η εξήγηση που μεταφέρω
(...) το πουθενά το έλεγαν «πούοτα», το τίποτα «τίοτα» και τα μικρά ονόματα λεγόταν μισά, όπως ο Γιάννης «Για» και η Κατερίνα του Στέλιου «Κατέ του Στε»
Με αφορμή το θαυμάσιο κείμενο του Μανώλη Κορρέ, που παραθέτεις, θυμήθηκα μια γιαγιά στην Κύθνο, εκεί κατά τα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν άρχισαν νά'ρχονται τα πρώτα φερυμπότ στο νησί.
"Τα μάθετε; Ήρχε μια φερμαμπότα στο Μέριχα*, τούρλωσε το γκωλαρίδη** τσης κι έβγαλ' από μέσα αυτοκίνητα!"
*Μέριχας: Το λιμάνι της Κύθνου
**το γκωλαρίδη: τον κωλαρίδη. Ο κώλος στον υπερθετικό! (κώλος-κώλαρος-κωλαρίδης) η λαϊκή γλώσσα δε λογαριάζει ουσιαστικά κι επίθετα. Ας σημειωθεί επίσης και η (ευφωνική) μετατροπή του νι σε γάμμα προ του κάπα.
Καθόταν μια φορά στον πάγκο ένας Ντούτσε / κι ήρθε κι ένας Φύρερ / κι οι τρελοί εγίνανε δυό.
Καθόταν μια φορά στον πάγκο ο Ντούτσε και ο Φύρερ / κι ήρθε κι ένας Καουντίλιο / κι οι τρελοί εγίνανε τρεις.
Καθόταν μια φορά, στον πάγκο μια φορά / ο Μου ο Χί κι ο Φρά / μια του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις / στο διάβολο πάνε κι οι τρεις, πάνε κι οι τρεις.
( Από μνήμης, από το Μαουτχάουζεν του Ιακ. Καμπανέλλη).
Παρέλειψα την παραπομπή για το καντάρι.
Θα προσθέσω το "χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη για να γλυκάνει το νερό να πιεί η κυρα-Φροσύνη", που αναφέρεται στην κυρά-Φροσύνη, που έπνιξε ο Αλή-πασάς στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Επίσης την Ισπανική έκφραση "llueve a cántaros" που στην κυριολεξία σημαίνει "βρέχει με το κανάτι". Από το cántaro, λοιπόν, είναι πιό πιθανό να προήλθε και η δική μας έκφραση "βρέχει με το καντάρι", καθότι το καντάρι είναι μέτρο βάρους και δεν αναφέρεται σε υγρά.
Τέλος θ'αναφέρω και το αίνιγμα που λέγαμε μικροί στην Κύθνο:
"-Αντιπατώ στ' αρχίδια μου και στήνεται η ψωλή μου. Τι είναι;
-Το καντάρι."
Μιας κι αναφερόμαστε στ' αρχίδια θ'αναφέρω και το αίνιγμα που λέγαμε μικροί στην Κύθνο:
"-Αντιπατώ στ' αρχίδια μου και στήνεται η ψωλή μου. Τι είναι;
-Το καντάρι."
ακριβώς έτσι όπως το έθεσε ο παρασυνταξίες ξέρω ότι χρησιμοποιείται στην κάτ'απ'τ'αυλάκι γείτονα χώρα. Κι όπως το λέει ο Χαλικού, από τα κτηνοτροφικά έλκει την καταγωγή του. Γνωρίζω και το stall του αποπανινού, αλλά δεν τα είχα ποτέ συνδυάσει, εύγε βράστα.Του δωσε κι ο κχαν την επιστημονική επένδυση, οβερώλ ε τεν σταρζ ορισμός και λήμμα.
Εμ όταν σου τα 'λεγα περί ετικέτες...
Άλλον λένε Βραστα κι άλλος έχει τα ράστα...
Ως φαιδρός πορτοκαλιστής επισημαίνω τον αγγλικάνικο μπαμπαδισμό "quit stalling!", εντελώς τελείως αντίστοιχο του δικού μας "μη σταλίζεις !". The pskekasmos thickens, διαπιστώνοντας την κοινή κατσικίδεια ευθυμολογία του stall με το σταλίζω.
Βίκαρ μιλάμε για μια όαση απαλότητας, ηρεμίας και θαλασσινής γαλήνης, στην έρημο των δεκάδων ορισμών που δίνει η αναζήτηση για ετικέτα "σκατά". Όσο να το κάνεις...
Καλικαντζούρια ο Τριαντάφυλλος λοιπόν. Αυτές οι μικρές αδυναμίες των διασήμων που τους κάνουν πιο προσιτούς...
Χα, ντράι!
Γερό. Προσπαθώ να σκεφτώ άλλα τόσο στιβαρά παραδείγματα (θα υπάρχουν, δέ μου κόβει όμως τέτοια ώρα). Συνήθως τέτοιες μετωνυμίες είναι πτερόεσσες.
Εξού και το μπαϊφουρκέσιον λοιπόν, που λέγανε και στο σχολειό μου στο χωριό. Μά'ιστα.