#1
dryhammer

in γατόπαρδος

Γατόπαρδους στο βαπόρι λέγαμε τους Φιλιππινέζους και τους Ινδονησιάνους σε συνδυασμό και με την ικανότητά τους στο σκαρφάλωμα σε δυσπρόσιτα, για μας τους δύσκαμπτους, σημεία. (Ο ρατσισμός σε κλειστες μικροκοινωνίες [πλοία, στρατώνες, φυλακές] είναι εντονότερος, η αγέλη μας και οι άλλοι -τζάμπα πέσαν οι ουρές)

#2
dryhammer

in πατάω

Με τις σημασίες 2 (βρίσκω πάτημα) κ΄3 (στηρίζεται -κυριολεκτικά και μεταφορικά-) το ακούω σχετικά συχνά.

#3
dryhammer

in αγκαλιάζομαι

Το άκουγα σχετικά συχνά παλιότερα όπως και το περεμφερές «Θά 'χουμε αγκαλιάσματα»

#4
dryhammer

in χώμα

Επίσης υποδηλώνει και την κατώτατη ποιότητα σε ένα προιόν: « Μπορώ να το βγάλω και πιό φτηνό αλλά θα είναι χώμα»

#5
deinosavros

in πατάω

Με τη σημασία Νο 3 το έχω ακούσει (άπαξ) ως τραπεζική αργκό. Η κάρτα πατάει στον τάδε λογαριασμό. Ισχύει;

#6
dryhammer

in χτυπάω μπιέλα

O ορισμός της μπιέλας είναι αυτός που δίνει το λίνκι του tr1990. Το να «χτυπήσει μπιέλα» είναι σοβαρή βλάβη πού οδηγεί σε αντικατάσταση του κινητήρα, γι αυτό και σλανγκικά σημαίνει την ανήκεστο βλάβη. Από την άλλη έχουμε το «βγήκα μπι-ελ-άρ (ΠΕΕ)» πού είναι κάτι διαφορετικό στην κυριολεξία του αλλά σλανγκικά σημαίνει τό ίδιο.
Επιπλέον είναι σχεδόν ομόηχα κάτι που καθιστά ευκολότερη την σύγχυση αλλά ότι και να πεις είναι σωστό, εκτός άν τα μπλέξεις και «χτυπήσεις μπι-ελ-άρ» ή «βγείς μπιέλα» που είναι άτοπα.

#7
dryhammer

in χταποδιάρα

Γιατί το μήδι 1 μου θύμισε δόντι-φάντασμα;;

#8
dryhammer

in Χριστός

Άκυρο! (πάλι) δεν είδα το Χριστός!

#9
dryhammer

in Χριστός

Και το επιφώνημα «Χριστός!...» (ενίοτε εις διπλούν) άμα κάποιος πνίγεται καταπίνοντας (ή από βήχα) πάρόμοιο με το «ο νονός!..» για πιτσιρίκια.
[Τώρα τί ακριβώς θα προσφέρει ο Χριστός, δεν κατάλαβα ποτέ μου. Θα του ξεφράξει το λαιμό ή μιας και θα πνιγεί, να μεριμνήσει δια τα περαιτέρω;]

#10
dryhammer

in χρεωμένο με 108

Εγκρίνω και επαυξάνω τα ανωτέρω. Στην εποχή μου λέγαμε οτι το στρατό τον κρατάνε τα εξής τρία: το μπλάνκο, τα 108 και οι δόκιμοι...

#11
dryhammer

in χρεοκοποφοβία

Για το καταστάρικο (στο μήδι) το κάνω κι εγώ

#12
dryhammer

in χόχος

Νομίζω οτι προέρχεται από τον «χόχο» το κουκλάκι της Σελήνης (κατα κόσμον Ελένης Κούρκουλα), του ζαβού στη Λάμψη του Φώσκωλου.

+1 ο Ξηροσφύρης

#14
patsis

in αγκαλιάζομαι

Ακουσμένο μόνο από μια πηγή και η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι λίγο δύσκολη με αυτήν τη σημασία.

#15
dryhammer

in χλαμπούφ χλαμπούφ

Kαι τα (πεσμένα) βυζιά της χοντρής που τρέχει...
Της απλώς αγελάδας κάνουν φλόπεν, φλόπεν

Από Κεφαλλονίτη ανθυπολποίαρχο
«Όλοι οι διαβόλοι, αγγέλοι σου κι ο γαβαλάς κριτής σου κι όλα τα διαβολόπουλα να κάτσουν στην ψυχή σου»

Τον ρωτώ «Ποιός είναι ο γαβαλάς, καπτα-Γιάννη;»
«Εεε, ο αρχιδιάβολος!...»

Η απάντηση που ξέρω είναι «σπινιάρει κι αφήνει και ροδιές».

#18
σφυρίζων

in κυκλοφορώ

Ιν ρέτροσπεκτ, ίσως το λιγότερο εμπνευσμένο λήμμαν μου!

Επίσης, υπάρχει και ο ελλειπτικός τύπος και κατ'επέκταση πιο μαγκιόρικος, την κάνω με ελαφρά.

#20
HODJAS

in χεράτα

Εκτός από με το χέρι, μπορεί να σημαίνει και από [το] χέρι, όπως π.χ. στο τάβλι (πλακωτό & φεύγα) που κρατούμε στο χέρι τα περ(ισ)σευούμενα (15-ν+2 στο πλακωτό και 15-ν+1 στη φεύγα) πούλια και καπακώνουμε ή κλείνουμε εξάπορτα «χεράτα».

#21
dryhammer

in τάλιρο

Μόρτισσα που γεννήθηκες, μέσα, μέσ' τους ντεκέδες
με μάγκες δεν εφούμαρες τριζάτους αργιλέδες

Πόσες φορές το τάλιρο δεν κράτησες στο χέρι
νταμίρα δεν μας έφερες μέσ' στου Συγγρού τ' ασκέρι

Μάγκες που μαστουριάσανε απ' τα δικά σου χέρια ] 2x
και παρηγόρησες καρδιές και βγάλαν τα σεκλέτια

Το μάγκα τον μαστούριασες κι όπου 'παρχε δερβίση ] 2x
νερό που εκουβάλησες απ' του Κουλού τη βρύση

#22
dryhammer

in μπαγλαράς

Κατα την αμερικάνικη σύμφυρση λέξεων θά μπορούσε να είναι ο μπαγ(λαμάς-νταγ)λαράς = ΚΔΩΑ . [Ομοίως και νταγ(λαράς-μπαγ)λαμάς]

#23
dryhammer

in χεράτα

Εννοεί μακαρόνια φτιαγμένα στό χέρι, με ζύμη, τυλιγμένα σε κλαδί από σπάρτο για να στεγνώσουν κλπ παραδοσιακά, πιό γνωστά ως χερίσια, ατραξιόν σε βιο -ταβέρνες, -φούρνους κλπ

#24
σφυρίζων

in μπαγλαράς

Έτερον κότερον!

#25
dryhammer

in μπαγλαράς

όχι «νταγλαράς» ;

#26
galo

in ξινό

σ' ευχαριστώ για τον ορισμό! πολύ καλός!

#27
dryhammer

in τρεχαντήρι

Τρεχαντήρι λέγανε στα μακρινά 70ς εκείνο το φωτιστικό εργαλέιο τύπου «σωλήνας με λαμπάκια» που περιέτρεχε τίς πίστες, τα μπάρ κλπ στίς τότε ντισκοτέκ (ιδίως τις καλοκαιρινές - βλέπε εξοχικόν κέντρον «Η κληματαριά» που το επόμενο καλοκαίρι έγινε ντίσκο παραθαλάσσια) και έβγαζε και παράσιτο «τζιτζίκι» στα ηχεία. Τό εγγόνι της είναι η γνωστή επιγραφή του ορισμού.

#28
avlihos

in πρεκαριάτο

Για το πρεκαριάτο το σωστό λίνκ είναι http://blackout.yfanet.net/keimena/31

#29
σφυρίζων

in κυκλοφορώ

Στοιχηματίζω Αλλιβέ ότι όταν φτιάχνεις σάλτσα για σπαγγέτι τα κόβεις το σκόρδο με ξυραφάκι :-)

#30
allivegp

in κυκλοφορώ

Υπάρχει και η αμερικλανιά «to do town» που ακούγεται σε mobικα φιλμ όπως το Goodfellas, με την έννοια ότι κυκλοφορώ στην πόλη, κόβω βόλτες, διασκεδάζω, κ.λπ.