Με τις σημασίες 2 (βρίσκω πάτημα) κ΄3 (στηρίζεται -κυριολεκτικά και μεταφορικά-) το ακούω σχετικά συχνά.
Το άκουγα σχετικά συχνά παλιότερα όπως και το περεμφερές «Θά 'χουμε αγκαλιάσματα»
Επίσης υποδηλώνει και την κατώτατη ποιότητα σε ένα προιόν: « Μπορώ να το βγάλω και πιό φτηνό αλλά θα είναι χώμα»
Με τη σημασία Νο 3 το έχω ακούσει (άπαξ) ως τραπεζική αργκό. Η κάρτα πατάει στον τάδε λογαριασμό. Ισχύει;
O ορισμός της μπιέλας είναι αυτός που δίνει το λίνκι του tr1990. Το να «χτυπήσει μπιέλα» είναι σοβαρή βλάβη πού οδηγεί σε αντικατάσταση του κινητήρα, γι αυτό και σλανγκικά σημαίνει την ανήκεστο βλάβη.
Από την άλλη έχουμε το «βγήκα μπι-ελ-άρ (ΠΕΕ)» πού είναι κάτι διαφορετικό στην κυριολεξία του αλλά σλανγκικά σημαίνει τό ίδιο.
Επιπλέον είναι σχεδόν ομόηχα κάτι που καθιστά ευκολότερη την σύγχυση αλλά ότι και να πεις είναι σωστό, εκτός άν τα μπλέξεις και «χτυπήσεις μπι-ελ-άρ» ή «βγείς μπιέλα» που είναι άτοπα.
Γιατί το μήδι 1 μου θύμισε δόντι-φάντασμα;;
Και το επιφώνημα «Χριστός!...» (ενίοτε εις διπλούν) άμα κάποιος πνίγεται καταπίνοντας (ή από βήχα) πάρόμοιο με το «ο νονός!..» για πιτσιρίκια.
[Τώρα τί ακριβώς θα προσφέρει ο Χριστός, δεν κατάλαβα ποτέ μου. Θα του ξεφράξει το λαιμό ή μιας και θα πνιγεί, να μεριμνήσει δια τα περαιτέρω;]
Εγκρίνω και επαυξάνω τα ανωτέρω. Στην εποχή μου λέγαμε οτι το στρατό τον κρατάνε τα εξής τρία: το μπλάνκο, τα 108 και οι δόκιμοι...
Για το καταστάρικο (στο μήδι) το κάνω κι εγώ
Νομίζω οτι προέρχεται από τον «χόχο» το κουκλάκι της Σελήνης (κατα κόσμον Ελένης Κούρκουλα), του ζαβού στη Λάμψη του Φώσκωλου.
+1 ο Ξηροσφύρης
Ακουσμένο μόνο από μια πηγή και η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι λίγο δύσκολη με αυτήν τη σημασία.
Kαι τα (πεσμένα) βυζιά της χοντρής που τρέχει...
Της απλώς αγελάδας κάνουν φλόπεν, φλόπεν
Από Κεφαλλονίτη ανθυπολποίαρχο
«Όλοι οι διαβόλοι, αγγέλοι σου
κι ο γαβαλάς κριτής σου
κι όλα τα διαβολόπουλα
να κάτσουν στην ψυχή σου»
Τον ρωτώ «Ποιός είναι ο γαβαλάς, καπτα-Γιάννη;»
«Εεε, ο αρχιδιάβολος!...»
Η απάντηση που ξέρω είναι «σπινιάρει κι αφήνει και ροδιές».
Επίσης, υπάρχει και ο ελλειπτικός τύπος και κατ'επέκταση πιο μαγκιόρικος, την κάνω με ελαφρά.
Εκτός από με το χέρι, μπορεί να σημαίνει και από [το] χέρι, όπως π.χ. στο τάβλι (πλακωτό & φεύγα) που κρατούμε στο χέρι τα περ(ισ)σευούμενα (15-ν+2 στο πλακωτό και 15-ν+1 στη φεύγα) πούλια και καπακώνουμε ή κλείνουμε εξάπορτα «χεράτα».
Μόρτισσα που γεννήθηκες, μέσα, μέσ' τους ντεκέδες
με μάγκες δεν εφούμαρες τριζάτους αργιλέδες
Πόσες φορές το τάλιρο δεν κράτησες στο χέρι
νταμίρα δεν μας έφερες μέσ' στου Συγγρού τ' ασκέρι
Μάγκες που μαστουριάσανε απ' τα δικά σου χέρια ] 2x
και παρηγόρησες καρδιές και βγάλαν τα σεκλέτια
Το μάγκα τον μαστούριασες κι όπου 'παρχε δερβίση ] 2x
νερό που εκουβάλησες απ' του Κουλού τη βρύση
Κατα την αμερικάνικη σύμφυρση λέξεων θά μπορούσε να είναι ο μπαγ(λαμάς-νταγ)λαράς = ΚΔΩΑ . [Ομοίως και νταγ(λαράς-μπαγ)λαμάς]
Εννοεί μακαρόνια φτιαγμένα στό χέρι, με ζύμη, τυλιγμένα σε κλαδί από σπάρτο για να στεγνώσουν κλπ παραδοσιακά, πιό γνωστά ως χερίσια, ατραξιόν σε βιο -ταβέρνες, -φούρνους κλπ
Τρεχαντήρι λέγανε στα μακρινά 70ς εκείνο το φωτιστικό εργαλέιο τύπου «σωλήνας με λαμπάκια» που περιέτρεχε τίς πίστες, τα μπάρ κλπ στίς τότε ντισκοτέκ (ιδίως τις καλοκαιρινές - βλέπε εξοχικόν κέντρον «Η κληματαριά» που το επόμενο καλοκαίρι έγινε ντίσκο παραθαλάσσια) και έβγαζε και παράσιτο «τζιτζίκι» στα ηχεία. Τό εγγόνι της είναι η γνωστή επιγραφή του ορισμού.
Για το πρεκαριάτο το σωστό λίνκ είναι http://blackout.yfanet.net/keimena/31
Στοιχηματίζω Αλλιβέ ότι όταν φτιάχνεις σάλτσα για σπαγγέτι τα κόβεις το σκόρδο με ξυραφάκι :-)
Υπάρχει και η αμερικλανιά «to do town» που ακούγεται σε mobικα φιλμ όπως το Goodfellas, με την έννοια ότι κυκλοφορώ στην πόλη, κόβω βόλτες, διασκεδάζω, κ.λπ.
Γατόπαρδους στο βαπόρι λέγαμε τους Φιλιππινέζους και τους Ινδονησιάνους σε συνδυασμό και με την ικανότητά τους στο σκαρφάλωμα σε δυσπρόσιτα, για μας τους δύσκαμπτους, σημεία. (Ο ρατσισμός σε κλειστες μικροκοινωνίες [πλοία, στρατώνες, φυλακές] είναι εντονότερος, η αγέλη μας και οι άλλοι -τζάμπα πέσαν οι ουρές)