Ὅστις μπαγλαρώνει: πας τεστοστερονούχος νταής, τζόρας, βαρυψώλης, μπατσόνι, κουραδόμαγκας, ή ανήκων σε λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.
25-30 μπαγλαράδες με ρόπαλα και αλυσίδες να δέρνουν ένα φουκαρά και ίδιο είναι να τα βγάζεις πέρα μόνος ;. Ρόμπες σε όλα τους.

2.
Όσο για τις κομματικές νεολαίες, τρομάρα τους. Θυμάμαι πριν από λίγο καιρό στην Νομική όταν μια ομάδα δέκα ατόμων μπήκε και διάλυσε μια αίθουσα, όπου συνεδρίαζε μία ολόκληρη συνέλευση τμήματος με διακόσια άτομα, κανένας «δημοκράτης» μπαγλαράς, δεν βρέθηκε να ορθώσει το ανάστημα του και να τους πάρει με τις κλωτσές.

Ινσέψιο: το μπαγλάρωμα ενός μπαγλαρά. (από σφυρίζων, 16/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

όχι «νταγλαράς» ;

#2
σφυρίζων

Έτερον κότερον!

#3
dryhammer

Κατα την αμερικάνικη σύμφυρση λέξεων θά μπορούσε να είναι ο μπαγ(λαμάς-νταγ)λαράς = ΚΔΩΑ . [Ομοίως και νταγ(λαράς-μπαγ)λαμάς]