προφανως το καιει το χωραφι της καποια και δεν το οργωνει!!!
Α μάλιστα, δεν το είχα ακούσει. Βλ. και εδώ:
παπαλούδα: λεία επιφάνεια όπως αυτή προκύπτει σε χωράφι που κάηκε η καλαμιά
Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα
Αυτή η μάστιγα, αυτό...
Δυστυχώς δεν μπορώ να βρω σλαγκικες ονομασίες για τα καινούρια τραίνα των Μετρό, Ηλεκτρικού, Προαστιακού, ΟΣΕ και Τραμ ώστε να μιλάμε για ζωντανά (σε χρήση) σλανγκ. Γιατί όλα σχεδόν τα επαγγελματικά που ανέβασα με εξαίρεση το marlboro δεν είναι πλέον σε χρήση λόγω απόσυρσης των τραίνων αυτών.
Μία χαρά απλώς εγώ προσπαθώ να δίνω και ιστοριογραφικό/λαογραφικό χαρακτήρα στους ορισμούς.
Κάτι που δεν ήξερα και έμαθα σήμερα:
σωρός (ο) είναι σύνολο πραγμάτων που βρίσκονται κάπου μαζί, χωρίς να έχουν τακτοποιηθεί
σορός, (η) είναι το σώμα νεκρού ανθρώπου, το λείψανο
Βλ. translatum.gr αλλά και Λεξικό Τριανταφυλλίδη (σωρός, σορός).
Ἄν θυμᾶμαι καλὰ, μετὰ τὴν ἐπιτυχία ποὺ εἶχαν στὴ Θεσσαλονίκη, ἔφεραν κάποια λεωφορεῖα αὐτοῦ τοῦ τύπου στὴν Ἀθήνα, δοκιμαστικὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Αὺτὰ ἦταν κόκκινα στὴν ἀρχὴ καὶ γι'αὐτὸ κάποιοι τὰ ὀνόμασαν καρποῦζες. Μετὰ βέβαια ἀκολούθησαν τὰ ἄσπρα μὲ τὴ γαλάζια ρίγα τῆς πρώτης φωτογραφίας.
@απορία χανκ: λέγεται κατσούνα στη Μαδάρα (Λευκά Όρη) και βέργα στον Ψηλορείτη. Το χτύπημα με την κατσούνα και γενικά το ξυλίκι λέγεται ραβδέ στον ενικό, ραβδές πληθ.
Ὑπάρχει βέβαια κι ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς, ποὺ τὸ ἐτυμολογεῖ:
"Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα".
Μήτσο, τουλάχιστον θα απλοποιηθεί το πιπιρόλι:
Τώρα ὅσον ἀφορᾶ στὰ προηγούμενα σχόλια, καίτη ἐκ Κύθνου, δὲν γνωρίζω σχετικῶς, καθ' ὅτι ἄσχετος περὶ τὰ ἠχοληπτικὰ. Πάντως, δεκαεξακάναλη ἤ μὴ, ἡ Παναγιὰ ἡ Κανάλα πρέπει νὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ Χὶπ Χὸπ Παναγιὰ.
Ποῦ πᾶς καὶ τὰ ξετρυπώνεις ρὲ Σούλτω; Ἄλλο ἕνα ἀπολαυστικὸ λῆμμα.
Πάντως, ἄν ἰσχύουν τὰ γραφόμενα, μᾶλλον γιὰ τρικάναλη τὴ βλέπω. Τὸ τέταρτο θὰ πάει στὸν ἀλλὰχ.
Ἐξαιρετικὸ!
Θὰ πρόσθετα (ὡς παλιότερος, ἀπὸ ἐποχὲς-γιὰ τὴν Ἑλλάδα-πρὶν ἀπὸ τὰ tickboxes) καὶ τὰ κουτάκια ἀπὸ τὰ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.
κι εγώ, αλλά δεν θα απέκλεια την αλλαγή σημασίας, όπως έγινε κ στο μουνί.
συνώνυμο από φάρσεςφάρσες το εγώ τη γυναίκα μου περιμένω, απ' τον επικό κύριο άγγελο από λιβανάτες.
Τώρα χρειάζεται και Παναγιά η Τετρακάναλη.
Σούλτο και Χαν, σωστοί! Η συγκεκριμένη μετατροπή είναι οπωσδήποτε παλιά, τουλάχιστον σε θηλυκά, βλέπε πουτάνα -> πουτανί (που έχω ακούσει κάποιες φορές καί πουτάνι!) ή τσούλα -> τσουλί.
Σωστὸς. Τὸ θυμᾶμαι κι ἐγὼ ποὺ ὑπηρέτησα πρὶν καμιὰ σαρανταριὰ χρόνια. Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ τὸ οὐσιαστικὸ (ὁ) πήξης γι' αὐτὸν ποὺ ἔπηζε εὔκολα.