Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Από τους ορισμούς 2,3,4 αυτός είναι ο πιο κοντινός στην κυριολεκτική χρήση της λέξης. «Φερμάρω» είναι λέξη των κυνηγών. Ο σκύλος φερμάρει το θήραμα, δηλαδή το έχει στριμώξει κάπου, δεν το έχει πιάσει όμως ακόμα (μπορεί να είναι εγκλωβισμένο σε μια μικρή απόσταση 1 - 1,5 μέτρου) και το κοιτάει επίμονα. Κατ' επέκταση φερμάρω σημαίνει καρφώνω (κοιτάω επίμονα). Πιο κατεπέκταση είναι οι έννοιες αυτών εδώ των λημμάτων.

#2
Fotis Nitsiopoulos

Έχει και ράτσα σκύλων, η φέρμα

#3
tryager

Μια δικιά μου μεταφορική χρήση (από το φερμάρισμα του σκύλου) του φερμάρω είναι: αγριοκοιτώ κάποιον, «τον βάζω στο μάτι»= είμαι τσαντισμένος με κάποιον και θέλω/σκέπτομαι επίμονα και συνεχώς, να του κάνω κακό, αλλά δεν είναι εύκολο αυτή τη στιγμή.

#4
Επισκέπτης

φίλε Fotis, νομίζω ότι η φέρμα δεν είναι συγκεκριμένη ράτσα σκύλου αλλά κυνηγόσκυλα κατάλληλα εκπαιδευμένα από διάφορες ράτσες.

#5
Fotis Nitsiopoulos

@ ΜΧΣ
σα να χεις δίκιο.