Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.
- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...
Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.
- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...
Got a better definition? Add it!
Στη μπασκετική ορολογία, σημαίνει κλέβω τη μπάλα από τον αντίπαλο - αρκετά όμοια με την κανονική σημασία της κλοπής. Παρ' όλα αυτά, ο όρος χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο μπάσκετ για το κλέψιμο μέσα από τα χέρια του αντιπάλου, την ώρα δηλαδή που ντριμπλάρει.
Χρησιμοποιείται σε αυτό το context για να υποδηλώσει ότι τον έκανες ρόμπα με αυτό το κλέψιμο - σε αντίθεση π.χ. με ένα κλέψιμο που προέρχεται από παρέμβαση σε απρόσεκτη πάσα.
Το ίδιο το κλέψιμο αναφέρεται φυσικά ως «φέρμα».
Αν μου πουλήσεις εξυπνάδα κάνω φέρμα, τη μπάλα και φεύγω στην επίθεση σφαίρα. (Tang-Ram)
Got a better definition? Add it!
Από το εγγλέζικο ρήμα firm (=στερώνω, εφαρμόζω). Παραπέμπει στη συνουσία.
Μου έκανε την δύσκολη η Μαίρη χθες το βράδυ, αλλά τελικά της φέρμαρα έναν!
Got a better definition? Add it!
Κλέβω, χρησιμοποιείται απο γηπεδικά ζάκια για ορολογία κλεψιάς μπουφάν αντίπαλης ομάδας και απο ζέους γενικώς με παπιά εποχής uplifting trance που έκλεβαν ασύστολα κινητά, μπουφάν και παπούτσια. Εποχή ΖΝ.
-Μαλάκα φερμάρανε τον Τάκη προχθές και τους ψάχνει απο πλατεία σε πλατεία με το Γκρέγκορι το Μοτοσίκ να τους σαπακιάσει.
Got a better definition? Add it!