Σύνθετη λέξη εκ των «τσουτσούνι» και «παίζω». Σημαίνει τον αυνάνα, τον μαλάκα.

- Τι κάνεις εκεί ρε τσουτσουνοπαίκτη καραγκιοζοπαίκτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified