Ο τσουτσουνοπαίκτης στα κυπριακά.

Βλ. λήμμα μούτσος.

- Μουτσοπαίκτη πουστοκαλαμαρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Εύηχος, ωραίος όρος

#2
Επισκέπτης

Κατακρίβειαν προφέρεται «μούchoς» όπως το ισπανικό «muchas gracias». Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Και γιαυτό θα δεις τους κύπριους να κρυφογελάνε όταν ακούνε το τραγούδι «bessa me, bessa me mucho» (επειδή ακούνε «παίζαμε, πάιζαμε μούτσο».)

#3
GATZMAN

Λούτσας γκράτσιας!