Το παιδί νεαρής ηλικίας ή απλά το παιδί πριν από την εφηβεία. Λέξη ευρύτατα γνωστή στο Πανελλήνιο.

Η προέλευσή της είναι τουρκική [τουρκ. küçük: «μικρός»]. Στη Θεσσαλία χρησιμοποιείται και ως «κούτσ(ι)κο» [πληθ. «κούτσ(ι)κα»].

  1. - Ρε, ο Νίκος δεν είναι αυτός; Νίκο...
    - Κωστή, μην μου πεις ότι είσαι εσύ... Ρε μαλάκα, από το στρατό έχουμε να τα πούμε!
    - Τι γίνεται ρε ψυχή, πού βρίσκεσαι;
    - Εδώ στην Αθήνα, με γυναίκα και τρία κουτσούβελα!
    - Τρία κουτσούβελα; Να σου ζήσουν ρε σειρούλα!

  2. - Τι γίνεται με το μεταπτυχιακό;
    - Τι να γίνει; Το σίγουρο είναι ότι με δύο κουτσούβελα να τρέχουν πάνω κάτω τα πρωινά, δεν θα τελειώσει ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Ωραίος ο παίκτης!

#2
poniroskylo

Για το κούτσικο, ΟΚ - από το küçük είναι. Το κουτσούβελο, πάντως, ο Μπάμπι το ετυμολογεί από το κατσίβελος. Και θα μου πεις, τι ξέρει αυτός - αλλά, εν προκειμένω, μπορεί νάχει και δίκιο.

#4
Pirate Jenny

Απ' το κατσίβελος (αλλά με «ίσως») το ετυμολογούν επίσης Κριαράς και Φυτράκης. Ο Κριαράς μάλιστα αναφέρει ότι παλαιότερα «τα κατσίβελα» σήμαινε «τα μικροπράγματα».