Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).
Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).
Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.
- Τίτλος σχολίου blogger:
Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...
- Σχόλιο σε forum:
Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...
- Άλλο ένα σχόλιο:
Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.
4.
Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...
7 comments
Hank
Ούτε που θα το φανταζόμουν! Βλ. και «κάρωση», «βαρυκαρία»...
Vrastaman
To «Cara Mia» που έλεγε ο Gomez Addams στην σύζυγό του Morticia αποκτά νέα σημασία!
GATZMAN
Φοβερή ετυμολογία
Fotis Nitsiopoulos
Ρεμπέτικο
σαν αποθάνω μάγκες μου
περνάει η αστυνομία
με κάρο σκουπιδιάρικο
και κάνει την κηδεία
Μιτζνούρ
Κάρος είναι η λιποθυμία και η ζάλη, εξ ου και οι καρωτίδες, οι κύριρες αρτηρίες που πάνε αίμα στον εγκέφαλο, επειδή όταν τις πιέζεις παθαίνεις 'κάρο'. Βλ. και τον νεολογισμό 'αποκαρώθηκα' νύσταξα σε σημείο που με μισοπήρε ο ύπνος.
Το κα-καρώνω (ίσως από το καρ-καρώνω, αν κάποιος σας πει πως 'ξέρει' λέει ψέματα, απλώς υποθέτει ή διάβασε κάποιον που υπέθεσε) ΙΣΩΣ είναι εμφαντική μορφή με αναδιπλασιασμό του θέματος, συχνό φαινόμενο στην ομηρική γλώσσα. ΑΝ αληθεύει αυτό που λέω, πρόκειται όντως για πανάρχαιο ελληνικό γλωσσικό στερεότυπο (cliché).
iron
μάστα, ενδιαφέρον!
το αποκαρώθηκα δεν το έχω ακούσει, είναι σλανγκ; να μπει χωριστό λήμμα; για πείτε κι άλλοι.
HODJAS
και η ανάκαρα.