Αγγλιά: Το γαμήσι (μπανγκ / bang) από ομάδα ή συμμορία, αγγλιστί gang. Το ομαδικό σεξ, αλλά πιο πολύ λέγεται όταν πολλοί γαμάνε έναν / μίαν, όπως λ.χ. στις τσιμπουκοδρομίες.

Σλάνγκος παίκτωρ πουλακίου:- Άσε, βλέπαμε χτες την Ρίτα Φαλτογιάνο να κάνει τσιμπουκοδρομίες!
Σλανγκαρχίδης φίλος: - Το γκανγκ μπανγκ είναι στο λήμμα ρέεεεει!
Σλάνγκος: - Εντάξει έκανε και γκανγκ μπανγκ η Ριτούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified