H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».

«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

χεχε...ολα μέσα

#2
Επισκέπτης

μπορεις να πεις οτι και οταν σε τσιμπουκωνει σε ισοπεδωνει οσαν οδοστρωτηρας