H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».
«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας.»
Got a better definition? Add it!
Published 2009-04-02 20:50:03+00:00 Last modified 2009-04-02 21:22:58+00:00
GATZMAN
2009-04-02 21:48:25+00:00
χεχε...ολα μέσα
Επισκέπτης
2009-09-30 20:58:40+00:00
μπορεις να πεις οτι και οταν σε τσιμπουκωνει σε ισοπεδωνει οσαν οδοστρωτηρας
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
2 comments
GATZMAN
χεχε...ολα μέσα
Επισκέπτης
μπορεις να πεις οτι και οταν σε τσιμπουκωνει σε ισοπεδωνει οσαν οδοστρωτηρας