H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».
«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας.»
H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».
«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας.»
Got a better definition? Add it!