Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published