Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Σου λέω, φρέναρα τελευταία στιγμή. Με τύφλωνε ο ήλιος και δεν είδα την διάβαση. Μου πήγε το σκατό στην κάλτσα μέχρι να καταλάβω ότι δεν χτύπησα κανέναν.
Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Σου λέω, φρέναρα τελευταία στιγμή. Με τύφλωνε ο ήλιος και δεν είδα την διάβαση. Μου πήγε το σκατό στην κάλτσα μέχρι να καταλάβω ότι δεν χτύπησα κανέναν.
Got a better definition? Add it!
Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.
-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!
Got a better definition? Add it!