Υβριστικός χαρακτηρισμός από Δυτική Κρήτη, μάλλον. Η λέξη Τζουγκρί σημαίνει απόκρημνος και αιχμηρός βράχος, στην πλαγιά ή την κορυφή βουνού

(υπάρχει και το ριζίτικο: Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι οι σκύλοι στ’ς αλυσίδες / κι’ ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα...).

Στην κούργιαλο - σλανγκ τζούγκρος είναι ένας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός: σημαίνει βλάκας, άσχετος, ξεροκέφαλος, ατζούμπαλος, ψωροπερήφανος, ιδιότροπος, γκαφατζής, άνιωθος και άχρηστος άνθρωπος.

Παρ' όλ' αυτά δεν είναι και πολύ δυνατή βρισιά και μπορεί να λέγεται απλά αντικαθιστώντας το μαλάκας ή και το γρόθος.

Πέρα από το ότι είναι λέξη που γεμίζει κάργα το στόμα, η αντίληψη για το τζουγκρί ως κάτι το αρχέγονο, ακλόνητο, αλλά και ακαλλιέργητο και αφιλόξενο, ευθύνεται μάλλον για τη μεταφορική αυτή χρήση του τζούγκρου.

  1. - Σούζες κάνετε;
    - Εγώ δεν κάνω γιατί είμαι τζούγκρος...
    - Τι είσαι λέει
    (από τούτο το μοτο-φόρουμ).

  2. - Μωρέ τζούγκρε, το ρούφηξες πάλι το τόνερ; Δε σου δείξα μωρέ απροχθές ίντα να πατείς;
    - Δε γατέω εγώ τέθοια, το πράσινο πατώ κι ό,τι βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

ερε πατρις